Παρασκευή

00





Είχαν μαζευτεί πολλά σύννεφα πάνω από τον τόπο μου, που βροχές δεν κάνανε, μπουμπουνητά δεν δίνανε. Κάθονταν στον ουρανό ακίνητα, γιατί τίποτα δε γύρευαν.
Έτσι, έβγαλα κι εγώ ένα τσουβάλι και τα μάζεψα γιατί πεθύμησα λιακάδα. Τα’ ζεψα στην πλάτη μου και πήγα να τα πετάξω στον κάδο.
Ο γείτονας με το που με είδε, μου φώναξε!
- Ει, τι κάνεις;
-Κάτι σκόρπια σύννεφα έχω μαζέψει και πάω να τα πετάξω.
-Όχι εδώ! Εδώ πετάμε τον κακό μας τον καιρό, είπε καθώς ο δορυφορικός αναμεταδότης του, που ήταν στερεωμένος στην κορφή της κεφαλής του, τον ειδοποιούσε πώς αυτό ήταν το σωστό και το συμφωνημένο για την ορθή λειτουργία της πολιτείας, ακούγοντας πολλούς επαίνους και χειροκροτήματα για την πράξη του απ’ την μακρινή διάσταση του χαμένου χρόνου.
-Καλά ρε φίλε, κι αυτά που να τα πάω;
-Α, αυτά τα πετάμε στην πόλη.
-Θα ‘θελα να ‘ξερα ρε άνθρωπε, που στο καλό πετάτε την καψούρα σας!
Δεν μου απάντησε. Συνδέθηκε δορυφορικά με τα ξεχασμένα ραδιοκύματα της πλημμυρισμένης ύπαρξης του και αφέθηκε εκεί.
Έμεινα να τον κοιτάω ασθμαίνοντας, σαν τα σύννεφα στο τσουβάλι μου.
Η μάνα του βγήκε στην αυλή κρατώντας ένα τσουκάλι, ανακατεύοντάς το υπνωτισμένα.
-Ε, κυρά τι μαγειρεύεις;
-Σκοτάδι για να φάν οι κανακάρηδές μου.
Σήκωσε την κουτάλα ψηλά, αφήνοντας το να πέσει ξανά μές το τσουκάλι.
Ήταν παχύ, πηχτό σκοτάδι!
Κοίταξα τον γεμάτο κάδο. Ήταν σίγουρα κακός καιρός.
-Τι κοιτάς έτσι σαν χαμένος, μου είπε. Θα κάνεις καμιά δουλειά;
Έτσι καθώς πιάστηκα απ’ αυτό το χάσιμο και τα χέρια μου χώθηκαν βαθιά μέσα του, ανοίγοντας το, της είπα:
-Να φεύγω τώρα! Είναι ώρα να φάτε!
Αφέθηκα μέσα του και το άφησα να με πάει, εκεί που καταλήγουν όλα!
Καθώς στροβιλιζόμουνα μέσα σε αυτό, κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει το τσουβάλι με τα σύννεφα, πίσω.
Δεν πειράζει, άκουσα μια φωνή να μου λέει. Και δουλειά να μην έχεις, στην πόλη θα πάς. Εκεί καταλήγουν όλα.
Έτσι βρέθηκα στην πόλη.
Κρότοι και φωνές σκάγανε γύρω. Ποδοβολητά και μηχανές, οθόνες, οθόνες, οθόνες…Τζαμαρίες που άρπαζαν τα είδωλα αυτών που περπατούσαν. Φώτα χλωμά, κουπόνια της μεγάλης ευκαιρίας, πεταμένα στον δρόμο.
Έρωτες ακρωτηριασμένοι σε τροχαίο. Τσακισμένα ειδύλλια, καθρεφτίζονταν στις νερολακκούβες της ασφάλτου.
Δεν ντρέπομαι να το πώ. Σκιάχτηκα, κόπηκαν τα γόνατα μου.
Άνοιξα την πόρτα του πρώτου μπάρ που βρήκα και μπήκα μέσα.
Έκατσα και παρήγγειλα μια αμνησία  σφηνάκι.
Στα δεξιά μου καθόταν το παρελθόν.Στα αριστερά μου, το μέλλον.
Διακριτικά το παρελθόν, έβγαλε ένα μικρό τάπερ κι άρχισε να τρώει. Με είδε που το κοίταξα και καθώς μπουκωνόταν μου είπε:
-Είναι παλιά νοήματα που χουν χαθεί πια, και δείχνοντας μου με το πιρούνι του ένα κομμάτι μπιφτέκι, κάγχασε καθώς πνιγόταν. Αυτό είναι από τους εργάτες που τρώγανε τόσα χρόνια.
Γύρισα από την άλλη και άκουσα το μέλλον, που ρωτούσε την απορία αν ήξερε που ήταν το συμφέρον του.
Μια κοπελιά στην άκρη, βαφόταν με τα χρώματα του πολέμου.
Ντύθηκα κι εγώ θάνατος και τους χαιρέτησα γλυκά.
Βγαίνοντας έξω πασαλειμμένος με αίμα, ανακάλυψα το πώς θα μπορούσα ν’ ακούσω τη σιγαλιά.
Παίρνοντας το δρόμου του γυρισμού και καθώς έφτανα στον τόπο μου, άκουσα να ψιχαλίζει.