Σάββατο

Η τρύπα .





Ο όμορφος απομακρυσμένος ήλιος ροδοκοκκίνιζε τις ουράνιες ανταύγειες στα φώτα των ματιών του Κέρεθ, καθώς τα πουλιά ανέβλυζαν τις μελαγχολικές μελωδίες των πεπραγμένων χρονών μέσα στο σοφό και πένθιμο κουκούλι τους.



Απόγευμα, και η χλόη προς τα πόδια του ίδρωνε και γύρναγε τις κορυφές της προς την γη, θέλοντας να σκεπαστεί με την ταπεινότητα μετά τα ξέφρενα καμαρώματα της.


Ένα μικρό καμαρωτό κλάμα μπλέχτηκε με τις μελωδίες των πουλιών και αυτά εξερευνητικά σώπασαν στιγμιαία. Η πόρτα πίσω του άνοιξε, και η ογδοντάχρονη Μάτα στον χρονονού με την κοντόχοντρη και στητή κορμοστασιά του φώναξε ...


Κορίτσι! Η γυναίκα σου είναι καλά ...


Ένα χαμόγελο ευτυχίας ανάτειλε στα ταλεποριμενα χείλια του, και έπειτα, έφτυσε τις παλάμες του τρίβοντας τες, έπιασε το φτυάρι του το κάρφωσε με δύναμη στη γη το πάτισε δυνατά με το πόδι του να χωθεί πιο βαθιά, και έπειτα το τράβηξε απότομα βγάζοντας μια καλή φτυαριά και ανοίγοντας έναν λάκκο.
Τράβηξε ακόμα μια δυο φτυαριές μεγαλώνοντας τον και ανυπόμονα κάρφωσε το φτυάρι του στητό στη γη και έτρεξε στο σπίτι ...
Το γοερό κλάμα του νεογέννητου απλώνονταν στον χώρο, και τα πουλιά τραγουδούσαν τον επίλογο της μέρας εξασθενώντας τα τιτιβίσματα τους σιγά, σιγά ...
Μπήκε στο δωμάτιο και είδε τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα της εξαντλημένης γυναίκας του και το μωρό που ανοιγόκλεινε νευρικά τις παλάμες στου


Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και τις αγκάλιασε και τις δυο απλώνοντας το ένα χέρι του χαμογελώντας γεμάτος ευτυχία, και μετά σήκωσε το νεογέννητο στον αέρα και φώναξε


Μαρτίνα!


Περιστρέφοντας το κάτω από το φως των κεριών


Αγάπη μου


Είπε στην γυναίκα του φιλώντας την στο στόμα, και κάνοντας την να λάμψει από ευτυχία, κράτα την έχω δουλειά να κάνω


Ναι αγάπη μου του είπε αυτή χαμογελώντας και κοιτώντας τον γεμάτη αυταπάρνηση


Τον αγαπούσε πολύ τον Κέρεθ.


Βγήκε λοιπόν έξω μες την σιγαλιά, έφτυσε πάλι τις παλάμες του, τις έτριψε, έπιασε το φτυάρι, και άρχισε να σκάβει ...


Το ξημέρωμα η γυναίκα του έχοντας ανακτήσει κάπως τις δυνάμεις της βγήκε από το σπίτι κρατώντας το μωρό αγκαλιά
Ο Κέρεθ είχε φτιάξει μια μεγάλη τρύπα πέντε μέτρων, και αυτή αφού το θήλασε το έδωσε στον Κέρεθ που το τοποθέτησε μέσα στην τρύπα ...


Αγκαλιαστήκαν ερωτευμένοι και έστεκαν από πάνω του να το κοιτάζουν ...


Σε λίγο κι άλλοι χωρικοί τους επισκέφτηκαν, γεμάτοι χαμογελά τους αγκάλιαζαν και κοιτώντας το μωρό μέσα στην τρύπα τους εύχονταν από καρδιάς να είναι καλότυχο, ενώ η Μάτα που ειχε αναλάβει την φροντίδα του σπιτιού όσο η γυναίκα θα ήταν λεχώνα έβγαζε γλυκά, μεζέδες, και κρασί στους επισκέπτες φτιάχνοντας σιγά, σιγά μια ωραία γιορτή ...


Την Μαρτίνα την έβγαζαν από την τρύπα μόνο την ώρα που έπρεπε να την πλύνουν ή να την θηλάσουν, και ευθείς ο κερεθ κατέβαινε στην τρύπα με το φτυάρι του και την μεγάλωνε ...


Ευτυχώς, το χώμα ήταν μαλακό και γόνιμο και το βάθος της τρύπας μεγάλωνε γρήγορα ...


Μόλις τελείωνε ο θηλασμός την εναπόθεταν ξανά στην τρύπα που γινόταν όλο και πιο βαθιά ...


Πέρασαν πολλά ηλιοβασιλέματα και γιορτές, και γλέντια και κάποτε ήρθε η ώρα να την βαφτίσουν


Έτσι, μαζεύτηκαν όλοι γύρω από την τρύπα, ακλουθώντας τον παπά, τον νονό, και τον νεωκόρο και βάφτισαν το κορίτσι


Μαρτίνα ...


Μεγάλο γλέντι έγινε εκείνη την νύχτια, αλλά σε κάθε τάϊσμα του μωρού ο πατέρας της κατέβαινε και έσκαβε την τρυπά πιο βαθιά ...
Και πέρασαν χρόνια, και είχαν αφήσει στην τρυπά που ζούσε η Μαρτίνα οτιδήποτε μπορεί να χρειαζόταν
Ποδήλατα και καραμέλες, καθρέπτες και ρούχα, μουσικά κουτιά και μερικές πυγολαμπίδες ...
Και έφτασε η ώρα να μάθει γράμματα η Μαρτίνα, και ερχόταν ο δάσκαλος πάνω από την τρύπα και την διάβαζε και αυτή μελετηρή, τα έπιανε γρήγορα, και αφού τελείωνε έκανε βόλτες μέσα στην τρύπα με το ποδήλατο της


Πόσο χαρούμενη ήταν ...


Ήταν ασφαλής.


Την πρόσεχαν ο μπαμπάς και η μαμά


Και κάθε που βράδιασε πριν κοιμηθεί φώναζε από την βαθιά τρύπα που ζούσε


Σε αγαπώ μαμά!


Σε αγαπώ μπαμπά!


Και άμα δεν της απαντάγανε δεν ησύχαζε


Και κάθε τόσο, σε ένα μπάνιο σε ένα φαί η τρύπα όλο και βάθαινε, και αυτή χαρούμενη γυρνούσε μέσα της ...
Και μεγάλωσε λίγο ακόμα και άρχισε να μαθαίνει μουσική και όταν τα βράδια ο δάσκαλος έφευγε αυτή καθόταν και έπαιζε και οι πυγολαμπίδες χόρευαν γύρω της
Ήταν πολύ καλό παιδί η Μαρτίνα και σπάνια στενοχωριόταν και έλεγε στους γονείς της ότι δεν την αφήνουν να κάνει τίποτα, και ότι ήταν υπερπροστατευτικοί


Όταν έλεγε κάτι τέτοιο τους έβλεπε ότι στεναχωριόντουσαν και της έδειχναν το απύθμενο πια βάθος της τρύπας λέγοντας της κοίτα τι κάναμε για σένα Μαρτίνα και αυτή που ήταν τόσο καλή κοπέλα δεν ήθελε με τίποτα να απογοητεύσει τους ... Ανέβαινε στο ποδήλατο της και κάνοντας γύρω, γύρω και τους έλεγε σας αγαπώ


Τότε, οι γονείς από πάνω αγκαλιζόντουσαν και προχωρώντας για το σπίτι λέγανε ότι τέτοια είναι τα τερτίπια της εφηβείας ...
Ο χρόνος πέρναει, και οι γονείς της άφησαν τα κορμιά τους, και πέρασαν σε έναν άλλο κόσμο, καθώς η Μαρτίνα είχε γίνει πια μια πολύ όμορφη και νεαρή γυναίκα


Μην παίρνοντας απάντηση τα βράδια στο κάλεσμα σας αγαπώ μαμά και μπαμπά άρχισε από το τεράστιο βάθος της να κλαίει
Και ήταν μετά από κάποιο καιρό που ο Ντόσουα ο νεαρός έχοντας βγει από τον δικό του λάκκο άκουσε το κλάμα της και στάθηκε πάνω από το βαθύ πηγάδι της


Είδε τις πυγολαμπίδες που έστεκαν κοντά της και φώτιζαν την μορφή της και την ερωτεύτηκε


Άρχισε να της μιλάει, να της πηγαίνει φαγητό


Ώσπου, ένα βράδυ που είχε ξαπλώσει πλάι από το πηγάδι της και της τραγούδαγε την άκουσε να του λέει


Σε αγαπώ Ντόσουα


Έκατσε από το ξημέρωμα ως το σούρουπο και έφτιαξε ένα χορτοσχοινο


Το έδεσε σε ένα βράχο, πέταξε την άκρη μέσα στην τρύπα και άρχισε να κατεβαίνει


Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της


Η Μαρτίνα φοβόταν πια να βγει


Αυτός ήθελε να ζήσει στον έξω κόσμο μαζί της


Αλλά δεν ξέρω αν βγήκαν ή έμειναν για πάντα εκεί


Βλέπεις ...


Με τον χαμό των δικών της το σπίτι είχε πια ερημώσει και οι άλλοι άνθρωποι δεν είχαν καμία δουλειά εκεί ...