Τετάρτη

the bank!



Καθώς ο ήλιος σηκώνεται από το χθεσινό κουρκούτι του, με εμφανή σημάδια από τον πονοκέφαλο της νύχτας, χαρίζοντας τα πρωινά χάδια του στην χλόη, και στεγνώνοντας τα δάκρυα που άφησε η νύχτα, στέλνοντας της αχτίδες του από το μακρινό πύργο του, και ταξιδεύοντας με την ταχύτητα του παρόν, καίγοντας τα απομεινάρια της σκέψης, που περιφέρονται από το χθες, και το σήμερα, καλώντας την φύση να εξεγερθεί, έφτασε και στο δωμάτιο μου.




Ακούγοντας την όρεξη του για δράση, αποφάσισα να συμμετέχω στην προσπάθεια του, και έτσι πετάχτηκα απότομα και δραστήρια από το κρεβάτι μου, τόσο απότομα, που είχα στο χέρι μου τον μικρό κόφτη που κόβεις τα νήματα του ονείρου από την πραγματικότητα.
Αυτά είναι πράγματα που σπάνια συμβαίνουν, και όταν συμβαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι τα θωρούν ασήμαντα τα αφήνουν ανέγγιχτα και τα προσπερνούν.
Αλλά αυτή την φορά, ο κόφτης ήταν στο χέρι μου, κι ήξερα πως άμα τον έβρισκαν πάνω μου θα είχα μπελάδες λέγοντας πως θέλω να τους κόψω το όνειρο, χρονιάρες μέρες, και έτσι αποφάσισα να τον ξεφορτωθώ.
Ντύθηκα γρήγορα, άνοιξα την πόρτα, και βγήκα έξω πριν το πρώτο γρανάζι κυλήσει.
Στα πρώτα βήματα όλα έμοιαζαν οικεία, και έτσι χαμογελαστός, άρχισα να πηγαίνω προς τον κάδο ...
Μα με το που έφτασα και άνοιξα τον κάδο όμως ...
Ο γείτονας πετάχτηκε από το σπίτι αναστατωμένος και ερχόμενος γοργά προς στο μέρος μου κουνώντας το δάχτυλο μου είπε


-Όχι, όχι, τι κάνεις εκεί?


Έκλεισα τον κάδο και έβαλα βιαστικά τον κόφτη στην τσέπη μου


-Ε ... τίποτα ...


Είπα καθώς γύρισα προς το μέρος του, τον κοίταξα και μαζί με ένα συνοφρύωμα, ένα χαμόγελο ανέβηκε στα χείλια μου


Είχε καρφωμένη στο μέτωπο του μια καινούργια πιστωτική κάρτα!


Η μισή εξείχε από το κεφάλι του και η άλλη μισή ήταν βαθιά χωμένη μέσα στο μυαλό του.


Κάτι σαν προέκταση του εαυτού του.


Άρχισα να προχωράω χαμογελαστός προς το μέρος του, και καθώς τον πλησίαζα του είπα ...
Να, έχω έναν μικρό κόφτη ονείρων-δεν το έκανα σκόπιμα το να τον έχω, αλήθεια-και μέρες που είναι, είπα να τον ξεφορτωθώ


-Α όχι μου είπε, είπαμε εδώ βάζουμε την βλακεία.
Μετά περνάει η κυβέρνηση, την μαζεύει και μια φορά τον χρόνο, την αξιολογεί, και βλέπει το πως πρέπει να κινηθεί η αγορά.
Να κοίτα!
Μου είπε δείχνοντας μου με το δάχτυλο την, εξέχουσα, γυαλιστερή, πιστωτική, κάρτα.
Τον κοίταξα και του είπα προσπαθώντας να τον καλοπιάσω


-Καλή φάση .-
Τώρα υποθέτω πως θα πηγαίνεις κατευθείαν στα Α.Τ.Μ. θα βαράς μια κουτουλιά στην εσοχή με την κάρτα, και το μηχάνημα θα σου πετάει στο στόμα τις βίδες, τα λάδια, και τα συντηρητικά που χρειάζεσαι.


-Μμμ ... Δεν έχει προχωρήσει ακόμα τόσο η τεχνολογία μου είπε ... Ίσως του χρόνου!
Πάντως, κόφτες και τέτοια πράγματα τα πάμε στην πόλη ...


Σταμάτησα για μια στιγμή, και σκέφτηκα να του τραβήξω την κάρτα με τον κόφτη, αλλά μετά θα μου έλεγαν ότι του χάλασα το όνειρο χρονιάρες μέρες και κρατήθηκα


-Eλα ρε συ ... δεν ήθελα να τον έχω, να τρέχω στην πόλη έτσι από ένα τίποτα? Βλακεία δεν είναι?


-Δίκαιο έχεις μου είπε, αλλά όλοι από ένα τίποτα δε τρέχουμε εκεί πέρα? Ωστόσο μεγάλη βλακεία είναι ...


Έτσι, ξαφνικά και απότομα, άνοιξε το πάνω μέρος του κεφαλιού του, έβγαλε την σακούλα με την βλακεία που είχε, και την απόθεσε στον κάδο χαμογελώντας, και βγάζοντας ελαφρά την γλώσσα του έξω.


Αλλά, παρόλα αυτά, πρέπει να πας και να τον παραδώσεις στην πόλη επέμενε.
Στο γραφείο της υπηρεσίας απειλής του απατηλού. Εδώ βάζουμε την βλακεία, είδες?
Μου ειπε καθώς κούμπωνε το κεφάλι του και ο κάδος έκλεινε ...


-Είδα ... Στην πόλη? Στην πόλη ...


Δεν ήθελα να το συνεχίσω άλλο, γιατί μπορεί να μαζεύονταν και άλλοι γύρω, έτσι έπιασα την απελπισία, ζάρωσα την μάζα της απόγνωσης, πήδηξα από την άλλη μεριά και βρέθηκα στην πόλη με τον κόφτη στο χέρι.


Πικραμένοι άνεμοι, γεμάτοι με νέφος έπνεαν, ενώ πολίτες με σφιχτά χείλια και πολλές τσάντες στα χέρια, έτρεχαν προς τα Α.Τ.Μ. βαρώντας τους κουτουλιές, και βάζοντας τις κάρτες που είχαν σφηνωμένες στα κεφάλια τους, στις εσοχές των Α.Τ.Μ. βγάζοντας χρήματα που κράταγαν με τα δόντια, και έπειτα, έστρεφαν αλλοπαρμένοι στις πρώτες βιτρίνες και τα μαγαζιά που συναντούσαν, άφηναν τα χρήματα, έπιαναν και άλλες τσάντες στα χέρια, και ξανάτρεχαν στο Α.Τ.Μ.


Ξανά και ξανά


Μερικοί μάλιστα ήταν τόσο βιαστικοί που έμπαιναν από τις τζαμαρίες χωρίς κανείς να ενοχλείται.
Kοίταξα σε ένα σπασμένο κομμάτι γυαλί από μια τζαμαρία το πρόσωπο μου.
Δεν είχα ακόμα τέτοιο σημάδι, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είναι και θετικό.
Είχα καιρό να κατεβώ εκεί, και ήταν φανερό, πως ο θετικισμός είχε χαθεί.
Ενώ τα αναλογιζόμουν όλα αυτά που έβλεπα ελαφρώς αποκαμωμένος το έδαφος σείστηκε δυνατά και παλμικά.
Σαν βήματα ενός εξωφρενικού μεγαλείου που πλησίαζε λαίμαργα τα σκοτεινά ντουβάρια αυτής της πόλης, σκοτεινιάζοντας τα ακόμα περισσότερο, και κάνοντας τα πιο βαριά.
Χαμήλωσα το κεφάλι μου στην γη, χάιδεψα τα χείλια και την μύτη μου, και ένα αυθόρμητο χαμόγελο έφυγε από τα χείλια μου


Έχει και η σκοτεινιά βαρύτητα?


Μόνο βαρύτητα έχει.


Οι πολίτες γύρισαν και αυτοί προς το μέρος των βημάτων και κοίταξαν με κάτι μάτια σαν κουμπότρυπες
Δεν είδαμε πολλά, μόνο το μεγάλο δάχτυλο που άνηκε προφανώς σε ένα πελώριο πόδι.
Tόσο μεγάλο που κάλυπτε σε μέγεθος όλη την πόλη, και έκρυβε τον ήλιο από τους ανθρώπους
Ήταν ο θεός της αγοράς.
Δίπλα μου ήταν μια κοπέλα με πιστωτική και μάτια κουμπότρυπες σαστισμένη με ένα μόνιμο ελαφρό χαμόγελο στα χείλια της παρόλα αυτά.
Της είχαν φουσκώσει τα μυαλά ότι θα γίνει σταρ αρκεί να είναι άνετη και να τα δέχεται όλα, και έτσι δεν απορούσε με τίποτα.
Εμένα όμως δεν μου άρεσε η κατάσταση, και αυτή ήταν η ευκαιρία μου
Έτσι, έβγαλα τον κόφτη από την τσέπη, την γύρισα προς το μέρος μου, της τράβηξα την κάρτα, απασφαλισα το πάνω μέρος του κεφαλιού της, και όταν το φουσκωμένο μυαλό της άρχισε να ξεπετάγεται σαν μπαλόνι στον αέρα, την έπιασα αγκαλιά έπιασα και το νήμα από το φουσκωμένο μυαλό της και αρχίσαμε να σηκωνόμαστε ψηλά στον αέρα.
Όσο σηκωνόμασταν τόσο πιο πολύ έβλεπα μέρος του τέρατος, αυτή-όπως την είχα κρατήσει την είχα γυρισμένη από την άλλη πλευρά, μου είπε.


-Κοίτα πουλάκια! Καθώς απομακρυνόμασταν από το τοπίο


-Τσίου της είπα.


Χαμογέλασε


Λοιπόν? Που μένεις?


Μου είπε που μένει, και άρχισα να φυσάω και να ξεφυσάω προς το σπίτι της.
Την άφησα στο μπαλκόνι, μάζεψα το μυαλό της, το έβαλα στην θέση του και έκανα να φύγω


-Ε! Μου είπε ... Την κάρτα μου!


Της χαμογέλασα και της είπα ότι είναι στο σαλόνι της.
Μπήκε να την βρει και απομακρύνθηκα από εκεί.
Έβαλα το χέρι στην τσέπη και άγγιξα τον κόφτη.
Λοιπόν, ότι και να γίνει θα σε κρατήσω σκέφτηκα.
Έπειτα σταμάτησα περιμένοντας το πρώτο ρετρό να περάσει (ναι με το ρετρό ταξιδεύω τι να κάνω)? Έβγαλα την κάρτα της από την τσέπη και χάραξα ένα ποιηματάκι ώσπου να ρθει, δεν το τελείωσα γιατί δεν άργησε να έρθει χρονιάρες μέρες.


Άμα περάσεις άχρονα από κει θα το βρεις






Καμιά φορά το μάτι μου γυαλίζει


Το μυαλό μου φλέγεται και αρχίζει γυρίζει


Και τα σύννεφα χορό αρχίζουν και πάνε


Με παίρνουν μαζί τους στον αέρα σκορπάμε






Καμιά φορά περνάω στο πέρα


Και η νύχτα καίγεται και γίνεται μέρα


Και τα όνειρα μπροστά τελειώνουν


Μα αν θυμώνεις ξανά σε ανταμώνουν






Καμιά φορά ...