Τετάρτη

Πενήντα φορές.





Είχα κατέβει στο λιμάνι για να αποχαιρετήσω τα όνειρα που ξεκίναγαν για την χώρα του φανταστικού.

Μια φορά τον χρόνο , πηγαίνω να τα χαιρετίσω κουνώντας τους το μαντίλι .

Μου αρέσει παρά πολύ να βλέπω την παλιά γαλέρα με τα λευκά πανιά που έρχεται το χάραμα από τον ορίζοντα πάνω στην κόκκινη μοβ θάλασσα για να τα πάρει και να χαθούν μαζί στο άπειρο ακολουθώντας τις σκιές και την νύχτα .

Είναι όμορφη εικόνα να βλέπεις παλιούς και χαμένους ναυτικούς να τα φορτώνουν πάνω στο πλοίο , και μετά να χάνονται και αυτοί μέσα του σηκώνοντας τις άγκυρες και τα ποτήρια με τις μπύρες τους, τραγουδώντας παλιά τραγούδια ,να χάνονται στο άπειρο σιγά, σιγά...

Είναι από τις στιγμές που με ηρεμούν και γαληνεύουν την ψυχή μου κάνοντας με να χαμογελώ ελαφρά.

Και έπειτα , ελαφρωμένος , πηγαίνω βόλτα στον εγκαταλειμμένο φάρο που ανάβει για αυτά, με ένα φως που μόνο αυτά τα πλοία βλέπουν.

Συνήθως, εκεί υπάρχει μια ψυχή απαρατήρητη , που στέκεται στην άκρη της αμμουδιάς ψαρεύοντας .

Είναι τόσο ουδέτερη και προσεκτική που έχει καταφέρει να ξεφύγει από τον χρόνο- με πολύ κόπο είναι αλήθεια -αιώνες τώρα.

Αυτόν τον ψαρά τον λένε Άλεντερ και έχει περάσει όλες τις θάλασσες αυτού του κόσμου , πια, κάθετε σε αυτή την απόμερη αμμουδιά περνώντας τον χρόνο του ψαρεύοντας και τραγουδώντας στα κύματα .
Του αρέσει να είναι κοντά στο νερό , και μετά από πολλές φορές που πήγα εκεί , πήρα την απόφαση να του μιλήσω.

Άναψα ένα τσιγάρο και τον πλησίασα .

Με το που με είδε μαζεύτηκε απότομα, και κάπως φοβισμένα .
-Μη με κάψεις! Μου είπε.

Κατάλαβα τον φόβο του και χαμογέλασα ξανά.

-Γιατί να σε κάψω;

-Γιατί όλοι με καίνε είμαι ο Άλεντερ!

-Δηλαδή; Του είπα και κάθισα απαλά δίπλα του .

-Να , μου είπε , είμαι ο Άλεντερ ,και αυτή είναι η ιστορία μου...

Γεννήθηκα στην Κάδιθ της Ανδαλουσίας το εννιακόσα ογδόντα πέντε.

Ο πατέρας μου ήταν πανδοχέας, και η μητέρα μου τραγουδούσε στην ταβέρνα τα βράδια .

Έζησα εκεί και τους βοηθούσα ως τα δέκα έξι μου ,αλλά σαν νέος το αίμα μου έβραζε όπως λέτε πια σε αυτή την εποχή και θέλοντας να γνωρίσω καινούργιους τόπους, κατατάχτηκα στο στρατό .

Ως τα δεκαοχτώ μου, όλα κυλούσαν φυσιολογικά στην ζωή μου.

Μάχες , αρπαγές , λεηλασίες, γινόντουσαν μπροστά στα μάτια μου και συμμετείχα με αρκετό ζήλο σε αυτά.

Αλλά, μια μέρα, στην πολιορκία ενος κάστρου βαρβάρων συνέβη το κακό...

Ήταν το ξημέρωμα της εικοστής μέρας της πολιορκίας ,όταν οι φυλλωσιές ανοίγουν την διαφάνεια τους στο πρώτο φως του ήλιου , που ο διοικητής μας διέταξε επίθεση.

Το κάστρο των βαρβάρων ήταν γερό και βαστούσε καλά , αλλά και μεις από κάτω είχαμε ακμαίο ηθικό και ζωντάνια στο βλέμμα...

Καθώς προσπαθούσαμε να εισβάλουμε από την πύλη οι τοξότες τους από πάνω έριχναν φλεγόμενα βέλη κατά συρροή και πολλοί από μας χάνονταν.

Τότε μια σειρά από αυτά τα βέλη κατά το μεσημέρι ,χτύπησαν και μένα , και άρπαξα φωτιά .

Λαμπάδιασα κανονικά και μέσα σε αφόρητους πόνους έπεσα από μια χαράδρα φλεγόμενος .

Το τελευταίο που θυμάμαι είναι τις κραυγές μου αναμιγμένες με των συνάδελφων μου που πολεμούσαν στο κάστρο .

Και μετά σιωπή.

Με το πρώτο φως της επόμενης μέρας άνοιξα τα μάτια μου και είδα ότι ήμουν γυμνός ανάμεσα σε άλλα πτώματα που είχαν πέσει στην χαράδρα.

Φόρεσα ρούχα και οπλισμό από αυτούς , και ανέβηκα στην ομάδα μου.

Οι άλλοι πολεμιστές με κοίταξαν παράξενα και έπειτα με αγκάλιασαν .

Νομίζαμε ότι είχες χαθεί μου λέγανε .

Άλλοι έπαιρναν όρκο ότι με είδαν να καίγομαι .

Αλλά τους είπα ότι δεν ξέρω τι έγινε .

Απλά είμαι εδώ.

Για να μη στα πολυλογώ σε εκείνη την πολιορκία που κράτησε έξι μήνες ,κάηκα τρεις φορές.

Και γύρισα άλλες τόσες .

Ήταν τόσο παράξενο που αναγκάστηκα να φύγω από το στράτευμα.

Γύρισα πίσω στην πόλη μου και έπιασα ξανά δουλειά στο πανδοχείο του πατέρα μου.

Μοιραία όμως ένας παλιός σύντροφος που με αναγνώρισε μια μέρα στην ταβέρνα άρχισε να φωνάζει ότι είμαι φάντασμα, δαιμονισμένος, και άλλα τέτοια .

Δεν ήθελε και πολύ, ήταν μεσαίωνας και οι φήμες απλώνονταν πάνω στις σκοτεινές σάρκες του κόσμου εύκολα σαν την πανούκλα ...

Έτσι , σύντομα το σούσουρο έφτασε στα αυτιά της εκκλησίας και μια λυσσαλέα νύχτα , η ιερά εξέταση με καταδίκασε στην πυρρά.

Με στήριξαν στους πάσσαλους της πλατείας και αφού με αφόρισαν με έκαψαν ζωντανό και σκόρπισαν τις στάχτες μου ενώ οι μαμάδες έσφιγγαν στο κόρφο τους τα παιδιά τους λέγοντας ότι το κακό πέρασε .

Η ιστορία μου όμως δεν το ήθελε αυτό, και έτσι , το επόμενο πρωί ξύπνησα σε ένα λιβάδι χωρίς πόνο και χωρίς ενοχές

Σηκώθηκα να γυρίσω πίσω και να βρω ρούχα αλλά αυτό αποδείχτηκε ότι δεν ήταν καλή ιδέα .

Με ξαναπιάσανε και η φωτιά και το πανηγύρι αυτή την φορά ήταν πιο μεγάλο...

Με βασάνισαν τρεις νύχτες , για να εξαγνίσουν το κακό όπως έλεγαν, και μετά με ξανά έκαψαν ζωντανό .

Εκείνο τον μήνα μόνο, με έκαψαν πέντε φορές . Και θα το έκαναν ακόμα περισσότερες , αλλά ευτυχώς για μένα , υπήρχαν ομάδες ποιητών και επιστημόνων που κινδύνευαν.

Έτσι είχαν οργανώσει μυστικές ομάδες για την προστασία τους .

Μια φορά, μετά από τα πολλά καψίματα , κατάφεραν να με βρουν πρώτοι και με φυγάδεψαν.

Πέρασα ένα διάστημα μαζί τους και έμαθα πολλά πράγματα, αλλά μου φέρονταν σαν πειραματόζωο -με έκαψαν και αυτοί κάπου δέκα φορές για να το βεβαιώσουν το φαινόμενο -και έτσι ένα βράδυ , ξέροντας πως σύντομα θα το έκαναν ξανά , αποφάσισα να δράσω πρώτος.

Όπως κοιμόντουσαν, πέρασα κρυφά σα σκιά και αφού έλουσα τον χώρο με τα εύφλεκτα χημικά τους, άναψα μια μεγάλη φωτιά.

Έπειτα πήδηξα από το παράθυρο και έκατσα να ακούω τις κραυγές τους από ένα σκοτεινό σοκάκι.

Περίεργο, κι όμως...

Μέσα από τα ουρλιαχτά τους , και παρόλο που διακήρυσσαν την αθεΐα τους , πολλοί ξεστόμιζαν προσευχές .

Άρπαξα ένα άλογο και έφυγα μακριά κάτω από το φως ενός νεογέννητου φεγγαριού .

Ήμουν πια τριανταπέντε χρονών και έλεγα πως θα με είχαν ξεχάσει.

Ήθελα να βρω το γιατί γίνεται αυτό σε μένα, και έτσι αποφάσισα να πάω να βρω την οικογένεια μου για να μάθω το γιατί.

Όταν έφτασα στην πόλη μου, είδα το πανδοχείο ερειπωμένο και χωρίς ζωή .

Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος , και προχώρησα μέσα από την μισοριγμένη πόρτα.

Ανέβηκα στο δωμάτιο των δικών μου και βρήκα μόνο την μητέρα μου σε άσχημη κατάσταση και γερασμένη πια.

Με έσφιξε στην αγκαλιά της και μου είπε ότι ο πατέρας μου είχε φύγει πριν ένα χρόνο.

Ότι το πανδοχείο είχε καταστραφεί γιατί το θεωρούσαν καταραμένο ,και αφού ισορρόπησε τους λυγμούς της μου είπε...

Άλεντερ , δεν είσαι δικό μας παιδί .

Με τον πατέρα σου δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδια , εσένα σε βρήκαμε μετά την μεγάλη πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στο δάσος.

Όταν έσβησε η φωτιά, ο πατέρας σου πήγε στο δάσος να δει τι είχε μείνει , και τότε ανάμεσα στις στάχτες και τα καμένα βρήκε ένα μωρό ξαπλωμένο εκεί χωρίς να κλαίει.

Σε σήκωσε στα χέρια του και του γέλασες.

Έψαξε για συγγενείς σου στο δάσος αλλά δεν βρήκε κανέναν .

Έτσι, σε έφερε στο σπίτι και σε κάναμε παιδί μας .

Ήσουν το θαύμα μας!
Ο Άλεντερ εκείνη την στιγμή έτριψε με το χέρι του το πηγούνι του ξεφύσησε και είπε δυνατά...
Θαύμα !
Ανασήκωσε λίγο το βλέμμα του και κοίταξε τον ορίζοντα

Η παλιά παράξενη γαλέρα κυμάτιζε ακόμα και χανόταν προς τον ορίζοντα

Τον κοίταξα και τον άφησα να συνεχίσει...

Ήταν η πρώτη φορά, μου είπε , που καταλάβαινα ότι ένα θαύμα μπορεί να είναι και κατάρα, αλλά και ότι μια κατάρα να θεωρηθεί θαύμα.

Ανάσανε μια βαθιά και συνέχισε την ιστορία του.

Έφυγα σαστισμένος από κει , και δεν άργησαν να με βρουν και να με κάψουν ξανά.






Και ξανά...












Και ξανά ...










Μεσαίωνας , τι να πεις;




Τελικά ξέφυγα και έπιασα δουλειά σε ένα απομακρυσμένο πανδοχείο .

Έζησα εκεί άλλα δέκα χρόνια, αλλά ένα βράδυ καθώς πήγα να ταΐσω τα ζώα από μια απροσεξία έριξα το κερί και λαμπάδιασα τον στάβλο και το πανδοχείο.

Κάηκε ολοσχερώς και όλοι οι άνθρωποι που ήμασταν εκεί .

Αλλά το πρωί σηκώθηκα κανονικά .

Αργότερα οι κάτοικοι με βρήκαν θορυβήθηκαν με πέρασαν από ιερά εξέταση και με έκαψαν ξανά.
Τον κοίταξα χαμογελώντας και μη μπορώντας να κρατηθώ του είπα...

-Το ειχες στην μοιρα σου ε;
Μου χαμογέλασε , και συνέχισε ...

Πάνω κάτω , στα χρόνια του μεσαίωνα πρέπει να με είχαν κάψει τριάντα πέντε φορές στην ιερά εξέταση ,καμία δεκαριά οι επιστήμονες , και άλλες πέντε από άλλες αιτίες. Σιγά ,σιγά αν και φοβόμουν την θάλασσα πείρα την απόφαση και έγινα ναυτικός.
...


Κοίταξα την θάλασσα μπροστά και κατάλαβα την ανάγκη του να βρίσκεται κοντά στο νερό.

Χαμογέλαγα ελαφριά , και αυτός έριχνε το παραγάδι του στο νερό, ψιλοτραγουδώντας.

Α! Και τρεις φορές από κεραυνό !

Μου είπε σταματώντας το τραγούδι του.

Είμαι ο Άλεντερ.

Και αυτή είναι η ιστορία μου...

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει πια και κοιτάξαμε το καράβι που πέρναγε από τα παλάτια του ήλιου στις χώρες του φανταστικού .

Τα τραγούδια των ναυτικών , και τα γέλια των ονείρων θα ακούγονταν για λίγη ώρα ακόμα σημαίνοντας την επιτυχία του ταξιδιού τους .

Σιγά, σιγά το φως των αστεριών απλώθηκε στην σιωπή μας αφήνοντας μας τον ήχο της θάλασσας .

Τότε, πείρε την βάρκα του και πέρασε μέσα της .



Έμεινα να κοιτάω την θάλασσα γαληνεμένος μέχρι το ξημέρωμα .

Έπειτα, έπιασα το σκηνικό και το μάζεψα...


Θα το άπλωνα ξανά την επόμενη χρονιά .