Κυριακή

Σχίσμα.


Είναι κάποιες μέρες που φέρνουν την νύχτα με χαρά.
Της αφήνουν τον χώρο τους, κάθονται κοντά της,της λένε ιστορίες απαλές, και σοφές.
Της χαμογελάνε, και περιμένουνε κοντά της να λάμψει.
Πάντα γίνεται αυτό.
Ποτέ δεν τις απογοητεύει.
Και οι μέρες, ξεκινούν με χαρά πάλι, να πάνε να βρουν τις απομακρυσμένες νύχτες.
Να τις φέρουν εδώ, και να τις πουν ιστορίες μέχρι να λάμψουν.
Τότε είναι, που γίνεσαι και εσύ, μια σταγόνα που γλιστρά στον ουράνιο θόλο, προβάλλοντας τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Διαλέγεις μια φράουλα και κυλάς πάνω της ερεθίζοντας την και κάνοντας την να μοιάζει ιδρωμένη .
Αυτή , ανταποκρίνεται, και από τους πόρους της ελευθερώνονται μικρές σταγόνες που λαμπιρίζουν, και ταξιδεύουν στον αέρα, δίνοντας μια γεύση στην μέρα ,και μια μυρωδιά στον άνεμο.
Μυρωδιά, που κυλάει στα ρουθούνια των ελαφιών ,και τα κάνει να κοιτάξουν το φως και το χρώμα.
Το πέρασμα των ματιών τους συγκινούν τα πουλιά και αρχίζουν να κελαηδούν.
Σηκώνουν τον λαιμό τους προς τα πάνω ανοίγουν το στόμα τους.
Aφήνουν έναν στρόβιλο να παίξει απαλά στα τοιχώματα τους και να ακουστεί έξω ,το μελωδικό τους είναι.
Οι σταγόνες απλώνονται στα φύλλα, και τα ζώα βγαίνουν από τις φωλιές τους και τεντώνονται.
Η χλόη μακραίνει ένα πόντο καθώς ο ήλιος την χαϊδεύει, και τα μπουμπούκια ανθίζουν και ορθώνονται να τον κοιτάξουν καθώς περνάει από πάνω τους.
Και είναι τέτοιες στιγμές που βρίσκεσαι σε ένα μπαλκόνι με ένα ποτήρι στο χέρι, και που χωρίς να πηγαίνεις πουθενά είσαι παντού.
Και χωρίς να υπάρχεις ζεις .
Και αφήνεις ένα μουρμούρισμα να ξεμυτίσει από τα χείλια και να διαλέξει τις λέξεις που επιθυμεί.
Σηκώνεις το βλέμμα σου και νοιώθεις ότι ο δικός σου θόλος άλλαξε, και ενώθηκε με τον ουρανό.
Και μένεις εκεί χαμογελαστός.
Και μέσα στα αναφιλητά του μεσημεριού και στα παιχνιδίσματα του απογεύματος,ρουφάς την γεύση της γης, που ωρίμασε και άνθισε.
Σαν ναυαγός σε τοπίο υγρό.
Σε κάτι μαγικά ξεχασμένα κόλπα .
Και ακούς το μουρμούρισμα σου που έγινε τραγούδι.
Σαν αχνός χιτώνας αφήνεσαι στον άνεμο.
Και περιμένεις το φεγγάρι να βγει.
Γυμνό.
Όπως πάντα.
Για να σου μιλήσει για έρωτα.
Και συ αφήνεις το ποτήρι σου και βουτάς προς το μέρος του.
Και ας είναι προς τα πάνω.