Πέμπτη

Το τέρας που έγραφε ποιήματα .


Στον πύργο της απώλειας ,το ματωμένο πρωινό ξεπρόβαλε βγάζοντας έναν κίτρινο ίκτερο για χρώμα...
Δαιμονοπούλια ξέσκιζαν σάρκες από αλλά μικρότερα όντα για τροφή , ενώ σαρκοβόρα φυτά τρώγανε τα κατοικίδια στην αυλή.
Το σκουριασμένο σιδερένιο παραθύρι άνοιξε τρίζοντας με τον χαρακτηριστικό ήχο της τρομαγμένης παρθένας ,και τέσσερα τεράστια μαλλιαρά δάχτυλα ξεπρόβαλαν από μέσα.
Δηλητηριώδεις αναρριχώμενοι κισσοί ανέβαιναν στους τοίχους του πύργου, ενώ μια τοξική ομίχλη αναδύονταν από τον κοχλάζοντα μπροστινό κήπο.
Το τέρας βγήκε στο παράθυρο και πήρε μια βαθιά εισπνοή
Άπλωσε το μαλλιαρό τεράστιο χέρι , και έκοψε έναν καρπό από το δέντρο που μιλάει και λέει συνεχεία όχι όχι μη μη μη αα! Και το δάγκωσε με τα αγριεμένα δόντια του.
Το παχύρρευστο κόκκινο ζουμί του γέμισε το στόμα του , και έφτυσε πέρα μακριά το κουκούτσι που έμοιαζε με μάτι .Αμέσως κάτι τεράστια σκουλήκια το κατασπάραξαν .
Σκούπισε με το χέρι του τα λερωμένα γένια του και μπήκε μέσα.
Χάιδεψε απαλά τον λυκάνθρωπο που ήταν στο σαλόνι και κάθισε στο σκονισμένο κλειδοκύμβαλο του πόνου .
Με το πάτημα του πρώτου πλήκτρου , ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό διαπέρασε τον αέρα , και το τέρας άρχισε να παίζει μια παλιά ξεχασμένη από καιρό μελωδία.
Την σονάτα της φρίκης !
Πόσο του άρεσε αυτή η μελωδία...
Σε λίγο το αιμοσταγή βαμπίρ τον πλησίασε στάθηκε στην άκρη του κλειδοκύμβαλου και άρχισε να τραγουδάει βαρύτονα το τραγούδι του χάμου .
Ο ακέφαλος καβαλάρης έβαλε την χαμογελαστή κολοκύθα του και άρχισε να κουνάει τον λαιμό του ρυθμικά αφημένος στην μελωδία , ενώ η απέθαντη παρθένα δοκίμαζε τα σάβανα που είχε αγοράσει από την αγορά .
Το βράδυ είχαν τον ετήσιο χορό τους , και όλα έδειχναν πολύ ευτυχισμένα,ενώ ο δράκος έψηνε με τις φλόγες του το φαγητό.
Από το ραγισμένο πάτωμα τα νύχια της χίμαιρας ξεπρόβαλαν πρώτα , και έπειτα τα τρία κεφάλια της.
Άναψε ξερνώντας φωτιά με το ένα το τζάκι , με το άλλο τα κεριά και με το τρίτο αφού εμφανίσθηκε όλο το σώμα της βοήθησε τον δράκο στο ψήσιμο του φαγητού .
Αυτός , έφερε το σώμα του κοντά της σκουντώντας την απαλά , και αυτή ανταποκρίθηκε δαγκώνοντας τον χαμηλά με την φιδίσια ουρά της
Ο ακέφαλος καβαλάρης έβαλε ένα κερί στη βάση του λαιμού του και τα πλησίασε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση .
Η χίμαιρα γύρισε ναζιάρικα το ένα κεφάλι της προς το μέρος του, και μια ανεπαίσθητη φλόγα του άναψε το κερί, ξαναγυρίζοντας στα τρυφερά παιχνίδια με τον δράκοντα
Ο ακέφαλος καβαλάρης φόρεσε την κολοκύθα του και απομακρύνθηκε .
Έλαμπε πραγματικά .
Ένας γαστεροχειρας πηρε δυο κρουστά φτιαγμένα από σώματα καταραμένων όντων ένα βιολί που ο ήχος του σκότωνε , και το φλάουτο των πνιγμένων και άρχισε να συνοδεύει το τέρας στην σονάτα του
Το αιμοσταγή βαμπίρ, έπιασε την απέθαντη παρθένα και άρχισε να χορεύει μαζί της δαγκώνοντας της τον λαιμό σηκώνοντας την στριφογυρίζοντας στον αέρα στο κέντρο της αίθουσας .
Είχε πια αρχίσει να πέφτει το λυκόφως και ο λυκάνθρωπος ούρλιαξε στο ματωμένο και σκοτεινό φεγγάρι .
Σε λίγο, όλοι οι νεκροαναστημένοι μπήκαν μέσα, και ο δρακός βγάζοντας μια τρομερή βοή τους ενημέρωσε πως το φαγητό ήταν έτοιμο.
Όλοι χειροκρότησαν απαλά και χαμογέλασαν .
Θα είχαν σήμερα ειδικά για την περίσταση τραγανά δάχτυλα ποιητών σοταρισμένα με γλώσσες λόγιων από μια μακρινή γη .
Λέγεται, πως σε αυτή την γη ο κόσμος φτώχυνε και δεν θα ξανά συναντούσαν φιλόσοφους, μουσικούς, και ποιητές , αλλά μπορεί να ήταν και μύθος από αυτούς που τους άρεσαν να λένε εκεί.
Αφού έφαγαν και αστειεύτηκαν με πειράγματα μεταξύ τους όπως ότι ο ακέφαλος καβαλάρης πέθανε από εγκεφαλικό,το τέρας σαν οικοδεσπότης τους διάβασε όλα τα ποιήματα του με τις θανατηφόρες ρύμες και στροφές τους.
Στους περισσότερους τα μάτια γέμισαν αίματα.
Έξω στον κήπο μια νεκρική σιωπή απλώθηκε παντού...
Που και που μόνο άκουγες κανένα ουρλιαχτό.
Κάτω από το φως.
Του ματωμένου φεγγαριού...