Πέμπτη

ΑβαθοΦόβια.


Πέρα από τις στάλες από τα χρώματα του φεγγαριού, που πέφτουν, τρυπώντας την νύχτα μας, αποφάσισα να γράψω μια ιστορία.
Μια ιστορία για το πως η ζωή γεννάει τον πόλεμο.
Οι λέξεις άρχισαν να χοροπηδάν στο χαρτί πανηγυρίζοντας.
Πήρα το στυλό και άρχισα να τις καρφώνω.
Αυτές συνέχισαν να χοροπηδάνε ουρλιάζοντας και ματώνοντας.
Τις χτύπαγα πιο δυνατά και γρήγορα και άρχισα να γεμίζω με τα αίματα τους.
Θυμήθηκα εκείνη την φορά που περπάτησα λίγο στον αέρα και έπειτα προσγειώθηκα δίπλα σε ένα άλογο.
Άρχισε να χορεύει ένα αισθησιακό χώρο στις άκρες του στάβλου του.
Ο σταβλάρχης φώναζε ότι θα του χαλάσω τον στάβλο.
Πρέπει να είχα σπάσει την φτερούγα του πρωινού.
Και κάτω εκεί στον πάτο του στάβλου συνάντησα όλους του θεούς.
Αρχαίους, άγνωστους, δαιμονικούς, ερωτικούς, φονικούς.
Όλοι εδώ από πέταγμα έχουμε έρθει μου είπαν.
Μου μιλούσαν ώρες, και μου έταζαν πως θα μου μάθουν τα θαύματα ,και θα μου δείξουν το μυστικό της αθανασίας.
Ήμουν ζαλισμένος και πονούσα , ακούμπησα τον πόνο και σηκώθηκα.
Κοίταξα γύρω.
Ο στάβλος ήταν ένα βαθύ πηγάδι που μέσα κολυμπούσαν τα μακρινά φεγγάρια.
Σήκωσα το κεφάλι μου πάνω ακούγοντας τις κουβέντες των θεών.
Κοίταξα τον ουρανό.
Από πάνω πετούσαν όρνια με ανοιχτά φτερά σε κύκλους.
Αφού τα σχήματα είναι κυκλικά εμείς γιατί τα φτιάχνουμε τετράγωνα;
Πήρα το πρωινό στα χέρια , και άρχισα να ανεβαίνω.
Άρχισα να αναρριχώμαι στις πέτρες του παράξενου στάβλου.
Κάθε πέτρα που άγγιζα, ούρλιαζε και φώναζε μείνε!
Με το που την έπιανα ή πάταγα πάνω της, μάτωνε και έκλαιγε.
Κοιτούσα το πρωινό με την σπασμένη φτερούγα , πρέπει να είχα σπάσει τον ώμο μου.
Συνέχισα να αναρριχώμαι, το γόνατο μου είχε ματώσει, και μερικές πέτρες ρουφούσαν διψασμένες το αίμα μου , το άλογο συνέχιζε να χορεύει.
Έβαλα το χέρι μου στην επιφάνια, και τραβήχτηκα.
Τα όρνια πετούσαν για την επόμενη τρύπα,και το φεγγάρι στόλισε τον ουρανό.
Κάτω από το φως του, βρήκα την ταυτότητα των χαμένων βραδιών.
Άρχισα να προχωράω κουτσαίνοντας, και ματωμένος, μέσα από το δάσος.
Η Μαγκούλα , η αράχνη, πετούσε στον ουρανό, ρίχνοντας τον ιστό της στους ανυποψίαστους περαστικούς.
Προτιμούσε τα παιδιά ή τις στιγμές που οι άνθρωποι γελάνε.
Είναι η αράχνη της τρέλας.
Συνήθως την συναντάς σε ιδρύματα στις γωνίες να βοηθάει τους θαμώνες να μην χάσουν τον δρόμο τους.
Δεν είναι μεγάλη.
Δεν είναι μικρή.
Σε τυλίγει με τον ιστό της και σε αφήνει στις ψηχότρυπες.
Βλέπεις πολλούς απομονωμένους ανθρώπους τυλιγμένους εκεί με τον ιστό.
Μόνους , και ανίκανους να κινηθούν.
Τους φροντίζει σαν παιδιά της.
Στεναχωριέται πολύ αν κανένα καταφέρει να ξεφύγει.
Συσπάει λίγο τις δαγκάνες της και συνεχίζει να υφαίνει.
Την γνωρίζεις από πριν.
Μα την συναντάς αργότερα .