Κυριακή

Το καράβι .


Το καράβι έφτασε στον κόλπο του νησιού

Αποφάσισε να αράξει

-Όχι είπε ο ναύτης χτυπήσαμε σε ύφαλο .

Ξανά πίσω, ξανά μπρος ,πάλι τα ίδια

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για ένα τέταρτο και στο τέλος ο καπετάνιος είπε ...

-Α δεν είναι δουλειά αυτή ,βγείτε όλοι με τις βάρκες .

Μα πέσαν στην παλίρροια ,και έτσι άλλες βάρκες σπάζανε ,άλλοι ναύτες πνίγονταν ...

Κάποιοι κατάφεραν να βγουν .

Ο πρώτος ναύτης που βγήκε στην στεριά έφτασε στο μόνο δέντρο που υπήρχε στην στεριά .

Άπλωσε το χέρι έκοψε έναν καρπό και τον γεύτηκε .

Άλλοι ναύτες πνίγονταν στην θάλασσα και άλλοι ίσα που φτάναν στην στεριά ...

-Λοιπόν νομίζω ότι είμαι έγκυος, είπε η κοπέλα στο αγόρι κοκκινίζοντας γλυκά στα μαγούλα, τα μάτια της λάμπανε .

Ο ναύτης έτρωγε τον καρπό κοιτώντας το ροδαλό χρώμα της ανατολής και τη λάμψη του ήλιου νιώθοντας μια κατάσταση εφορείας .

Όπως και να ‘χει εδώ θα αράξω ...

Είπε .

Κοιτώντας το καράβι που έβγαινε σιγά, σιγά από τον ωκεανό, ενώ οι τελευταίοι ναύτες πήδαγαν στην θάλασσα για να φτάσουν .