Τετάρτη

Να καεί να δει ζητούσε


Σε μια μακρινή επαρχία
Ξεδιπλώθηκε ιστορία
Από χρόνο περασμένο
Μακρινό και ξεχασμένο

Κι του τόπου οι αφεντάδες
Ήταν πράγματι αγάδες
Και ότι θελαν και ζητούσαν
ξεραν πως το διεκδικούσαν

σκλάβους είχαν σε παλάτια
και του γινατιού τα χάδια
τρώγανε και ευημερούσαν
που και που καναν χαλούσαν

μεγάλωναν τα παιδιά τους
αυγάτιζαν τα λεφτά τους
κι ήταν όλα τόσο αθώα
άνθρωποι αυτοί οι άλλοι ζώα

που και που νιωθαν μια πλήξη
μια άνοια τους είχε πνίξει
πέρναγαν απ τα χωράφια
μια κοπέλα θέριζε στάχυα

κοιτάει ο ένας τα μαλλιά της
να πιω θέλω τα φιλιά της
και δεν ειν γύρω κανένας
συμφωνώ και γω για σένα

μες την γη την τραβούνε
τους αφέντες υπάκουνε
λεει δε θέλει, θέλει ζόρι
θα ειν του σατανά η κόρη

σκίζουνε την ομορφιά της
κόκκινο αίμα στη καρδιά της
οι άρχοντοι ευτυχισμένοι
μα απ αυτήν μιλιά δε βγαίνει

μάζεψε τα πράματα της
κόκκινο αίμα στην καρδιά της
δέντρα τράβαγαν τα φύλλα
σύννεφα τον ήλιο κριψαν

περπατούσε δε μιλούσε
το ποτάμι την καλούσε
του γκρεμού το ένα βήμα
και του ιλίγγου το κρίμα

ταξιδέψανε τα νέα
προς τον άμοιρο πατέρα
στο χωριό όλοι ταράχτηκαν
με πυρσούς στο δασός βγήκαν

ψαχτε όλοι να τον βρούμε
στη φωτιά θε να τον δούμε
τη κακό και αυτό δώ πέρα
θα ήταν σάτυρος η τέρας

μα οι αρχοντοι ανησυχούνε
κάποια λύση θε να βρούνε
δυο Χρύσα σε ένα σπιούνο
φταιει ο εργάτης απ τον φούρνο

βοηθούν κ οι αφεντάδες
μπαίνουνε στους μαχαλάδες
στέκονται μπρος τον καθρέφτη
και κοιτούν μη δουν τον φταίχτη

στην πλατειά τον πετάνε
οι παπάδες τον ρωτάνε
η φωτιά απλώνει μέθη
και στα πλήθη αφήνει κέφι

μέσα του έχει δαιμόνια
κοιτά ομορφιά το σώμα
και τα μάτια του έχουν λάμψη
δε μιλά δε λεει να κλάψει

με σταυρό τον ακουμπάνε
άλλοι κλαινε άλλοι γελάνε
γύρω αστράφτει μα δε βρέχει
ποια δαιμόνια λες να έχει;

Σύμβολα ψηλά ορθωμένα
φτιάρες τσάπες στον αέρα
Ο λαός παραληρούσε
Να καεί να δει ζητούσε

Πέρασαν καιροί και μέρες
Άνθισαν ξανά οι λεύκες
Πλημμύρισαν τα ποτάμια
Τα σπαρτά βγάλαν ζιζάνια

Πίνανε μες την ταβέρνα
Κάποιος είπε την κουβέντα
Το τέρας είχε δυο κεφάλια
Συμφωνούσαν τα μπουκάλια



Σε μια μακρινή επαρχία
Ξεδιπλώθηκε ιστορία
Από χρόνο περασμένο
Μακρινό και ξεχασμένο

Οι αρχοντοι κανάν γλέντι
Κι αν κανά κακό συνέβη
Κοίταγαν μπρος τον καθρέφτη
Κοίταγαν να δουν τον φταίχτη