Παρασκευή

Ο στόμφος καίγεται ίσια

Άπλωσε ο δρόμος τα χαλιά του
Στα κόκκινα η ανατολή
Και στην σκιά η σιωπή
Μονά ζυγά δικά του

Είχα την έχθρα να μερεύω
Και να μοιράσω την οργή
Και στην θυσία της στιγμής
Κομμάτια να διαλέγω

Κι είπες και συ
Και είπα και γω
και διάλεξα να αιμορραγώ
Όλα  τα μη

Πουλάω σκόνη των θέων
ποιος με διαφεντεύει;
Ποιος ξέρει να γυρεύει;
Ανοίγεσαι στο  απών;



Το τέλος ράβει μια μοδίστρα
Χρυσή κλωστή η ακρογιαλιά
Και τα κορμιά από γυαλιά
Ο στόμφος καίγεται ίσια