Πέμπτη

Πως ο Σαη ξέφυγε από την Γημάκ.


Στην μακρινή και παγωμένη άκρη της καρδιάς της Γημάκ μέσα στην βοή των απόκοσμων κυμάτων και στους θρυμματισμένους πάγους της ψυχής της, ο Σαη ο ναυαγός καθόταν παράταιρος στους βράχους της σκοτεινιάς της .

Κάτω από το ασουλούπωτο σχήμα των ηλιοβασιλεμάτων ,γιατί πάντα εκεί ο ήλιος μόνο έδυε , ανήμπορος και υπνωτισμένος από την επιρροή της μαγείας της αντιλήφθηκε την κατάσταση του από το κροτάλισμα των δοντιών του.


Ασυνείδητα ακόμα, με μόνο οδηγό το ένστικτο της επιβίωσης κίνησε ένα βήμα, και τότε, παραπατώντας στο κενό, και κραδαίνοντας το είναι του στο υπόκωφο βοερό κλάμα του πονεμένου εαυτού του άνοιξε τα μάτια του , και αντιλήφθηκε τον υπαρκτό του ορίζοντα .

Έστρεψε το κεφάλι του μια αριστερά και μια δεξιά, και έπειτα, ακόμα μια πιο γρήγορα, και είδε τον μαυρισμένο και άγριο βράχο που βρίσκεται.


Πελάγωσα είπε


Περιστρεφόμενη, μια στιγμή αγωνίας, τον κτύπησε στο πρόσωπο δίνοντας του μια αίσθηση ότι πάσχει από κούτσαμα , και όλο αυτό τον οδήγησε στο να λύσει κάβους.


Το βραχονήσι άρχισε να κινείται , και αυτός να τουρτουρίζει δυνατότερα από ποτέ, σαν να θέλει το σώμα του να προκαλέσει καύση .

Βρήκε ένα ξερό κλαρί , γιατί χλωρό δεν του είχε αφήσει, και άρχισε να το χρησιμοποίει σαν κουπί , σπρώχνοντας τον βράχο του αντίθετα από την ροη των κυμάτων ίσως από αντίδραση , ίσως για να ζεσταθεί .

Νύχτες και νύχτες έπλεε μέσα στους πάγους και όταν άρχισε να νιώθει ότι τους άφησε μακριά συνάντησε και άλλους μαγεμένους και ακινήτους με ένα ανάλαφρο χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο τους που οι βράχοι τους κίναγαν αντίθετη πορεία από αυτόν , προς την μεγάλη καταπιόνα .


Να μιλήσει ακόμα δεν μπόραγε ή να κάνει πολλά, παρά μόνο να πλέει ανάποδα από τούτη την ματαιόπονη συγκύρια .

Κει που η θάλασσα μέρευε κει αγρίευε και δως του κύμα και φοβέρα.

Ένιωθε όμως ότι έβγαινε από αυτό το μαύρο τοπίο και έμπαινε στο κόκκινο .

Πάραυτα, αντί να νιώθει ζέστα για τον κόπο του, ένιωθε μια ανατριχίλα να δουλεύει από την ρίζα ως την κορφη του.


Ξαφνικοί κεραυνοί και θύελλες αποζημουσαν την ατμόσφαιρα και το τοπίο κάθε άλλο παρά φιλικό ήταν . Αλλά. Μπροστά του. Φαινόταν ένα νησί .

Εκεί , ως εκεί. Ψέλλισε και συνέχισε το κουπί .

Ημερονύκτια ύπαρξης πέρασαν και θρύμματα ελπίδας ώσπου να περάσει τα αγριεμένα κύματα και να ακουμπήσει στο νησί .

Σύρθηκε βαθιά στην ακρογιαλιά σαν μέλλον που δεν υπάρχει και σήκωσε το βλέμμα του αντικρίζοντας όταν άστραφτε από τους κεραυνούς , την πυκνή βλάστηση του νησιού.


Έμοιαζε απέραντο, και εκεί που τελείωνε το βλέμμα του, απλώνονταν μια βουνοκορφή καλυμμένη με σύννεφα. Σύρθηκε ως την αρχή του δάσους και χώθηκε κάτω από τις βαθιές φυλλωσιές των δέντρων ως το πρώτο στεγνό σημείο που βρήκε, ξάπλωσε ανάσκελα , και άρχισε να ανασαίνει .

Έμεινε εκεί, αυτός και η ανάσα του να τον φυλά, για τον απροσδιόριστο χρόνο της ανάγκης του να ξαποστάσει.

Που και που , άκουγε αντρικά γέλια και ανάμεσα στις αστραπές έβλεπε άντρες να καβαλούν μοναχικά βράχια και να φεύγουν προς το σκοτεινό και παγωμένο μέρος της ψυχής της Γημάκ φωνάζοντας μα τι γλυκός άνθρωπος που είσαι!

Η ανατριχίλα δούλευε ακόμα μέσα του και αφού ξαπόστασε αρκετά από την οδύνη του , μόλις φανήκαν οι πρώτες αράχνες πάνω του έπιασε το ξερό κλαρί του και άρχισε να εμβαθύνει στο σκοτεινό και παράξενο δάσος.


Κατά καιρούς άκουγε , εκτός των άντρων που τρέχανε ξεμυαλισμένοι ,στο δάσος κάτι περίεργα βουητά σαν κάποια αρκούδα ή κάποιο τέρας να παραμονεύει και συναντούσε ξαφνικούς δύσοσμους άνεμους που έκαναν την φρίκη του να δουλεύει οικιοθελώς πιο πολύ, αλλά ευτυχώς για αυτόν, δεν κρατούσαν πολύ.

Τρεφόταν από τους καρπούς των δέντρων και έπινε νερό από τα πλούσια ποτάμια που συναντούσε και έτσι κίναγε την πορεία του για πολύ καιρό.

Είχε πάρει την απόφαση να ανέβει στην κορυφή του βουνού και να κοιτάξει τι υπάρχει από την άλλη πλευρά.


Αν επιζούσε ως εκεί.


Με κόπους μετρημένους όπως οι κόμποι μιας ψυχής αναρριχιότανε ανάμεσα στις απόκρημνες πλαγιές και τα σύννεφα τρυπώντας τα.

Και , πλησιάζοντας το μυστήριο τέλος του βουνού, συνάντησε τις πρώτες ηλιαχτίδες .

Την ώρα που το χέρι του έφτανε στην ψηλότερη κορφή κατακτώντας την , ένα άλλο χέρι ξεπρόβαλε από την άλλη πλευρά ακουμπώντας τον και κάνοντας την φρίκη του να αναρριχηθεί στο ψηλότερο σημείο .

Σε αγαπάω !φώναξε ο άλλος άντρας και πριν ο Σαη προλάβει να πει κουβέντα τον είδε να πηδάει στο κενό και να χάνεται μέσα στα σύννεφα .

Έξυσε την πλάτη του με το κλαδί του και κοίταξε πέρα. οι ηλιαχτίδες του φώτισαν το πρόσωπο και πρώτη φορά σε αυτή την ιστορία ένιωσε ζέστα.


Τα μάτια του γέμιζαν καθώς έβλεπε τις επιθυμίες του να πλημμυρίζουν τα κουρασμένα και κενά σημεία του.

Μπροστά του απλωνόταν ένας καταγάλανος ουρανός και μια πανέμορφη πεδιάδα ενώ στο τέλος του νησιού φαινόταν μια μικρή πολιτεία με ένα μικρό λιμάνι .


Χαμογέλασε γλυκά για πρώτη φορά και ένιωσε το πένθος του να λύνετε από την σκιά του και να ριζώνει στα απότομα βράχια.

Έβγαλε ένα ολογλυκο γινόμενο φρούτο από τον χορτόσακο του και γευμάτισε. Άκουγε ανάμικτες ζωηρές κραυγές ανθρώπων από την πολιτεία, και τραγούδια αστεριών που μιλούσαν για εύνοια.

Έπειτα , κάτω από αυτήν την ατμόσφαιρα ,αποκοιμήθηκε.


Όταν ξύπνησε, δεν τον βρήκαν ξωτικά και νεραΐδες όπως ίσως θα περίμενες αλλά μόνο η σιωπή και το ξερό κλαδί του και άρχισε να κατεβαίνει με τα πληγωμένα πόδια του τα απότομα βράχια της ψυχής της γυναίκας που μαγεύτηκε κάποτε.

Δεν τον έμελε όμως, αισθανόταν ζέστα στο κορμί του και όλα τα παγωμένα μυστήρια του φαίνονταν πια μακρινά .

Άρχισε να τραγουδά κάτω από το φως του ήλιου , και έπιασε το μονοπάτι που οδηγούσε στην πόλη .


Οι ιαχές ακούγονταν πιο ζωντανές και σε λίγο έβλεπε ανθρώπους που χόρευαν και έπιναν φωνάζοντας το όνομα της .

Ένας μανδύας το γλέντι απλωνόταν από άκρη σε άκρη και έμοιαζε πιο δυνατό από ποτέ.


Είδε και αυτή να στριφογυρίζει ανάμεσα τους, να τους γεμίζει τα ποτήρια να λικνίζεται μαζί τους και να τους χαμογελάει όλο χάρη κουνώντας ελαφρά τα δάχτυλα του ποδιού της.

Έπειτα, την είδε να στρέφει, και να φεύγει χαρωπά από το τοπίο .

Την ακλούθησε.


Την είδε να μπαίνει σε ένα μαγαζί, και να βγαίνει παρέα με ένα δίσκο γεμάτο ποτά και γλυκίσματα, περίμενε να απομακρυνθεί από το μαγαζί και πήγε προς τα εκεί.


Διάβασε την ταμπέλα.


΄Ονειροποιείον η μαγική στιγμή ΄ έγραφε η ταμπέλα.


Άνοιξε την παλιά ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα.

Ο μαγαζάτορας ήταν ένας γέρος με λίγα μαλλιά στο μέρος των κροτάφων και όταν αντιλήφθηκε τον Σαη ξαφνιάστηκε.


Τι θες εδώ; Του είπε.


Θέλω να φύγω απάντησε ο Σαη.


Είμαι καιρό εδώ και αυτό το ταξίδι τελείωσε.


Ο γέρος τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν σαν κεριά

Κοιτά να δεις γιε μου ειπε . Εδώ οι άνθρωποι έρχονται , δεν φεύγουν .Παρόλα αυτά θα σε βοηθήσω .Το βράδυ ένα σκοτεινό καράβι φεύγει για να φέρει τους επομένους. Αν καταφέρεις και ανεβείς δεν θα έχεις πρόβλημα, πρόσεχε όμως μην σε δει...


Μη φοβάσαι γέρο, δεν θα με δει.


Είπε ο Σαη φεύγοντας.


Αν, αν, τα καταφέρεις δώσε φιλιά στην Ανναδούτσια την κόρη μου δεν την ξέχασα πες της.


Ο Σαη κρύφτηκε στο λιμάνι και με το πρώτο σούρουπο όρμισε σαν αγέλη από σκορπιούς στο καραβι.


Πέρασε στην πέρα γη και αφού ολοκλήρωσε την υπόσχεση του έζησε ελεύθερος ως το τέλος της ζωής του.


Πέρασαν πολλά χρόνια άλλωστε ώσπου η Γημάκ να μονολογήσει...

Μου έλειψε ο Σαη...