Σάββατο

Κατακάθι




Όταν ήμουν μικρός άκουγα τον κόσμο να συζητάει για το ποιος είναι καλλίτερος.


Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως το καλλίτερο είναι ιδιότητα, δεν ανήκει σε κανέναν



Η αίσθηση γεννήθηκε μες το σκοτάδι και παλεύοντας να δει ανάγκασε τις σκιές να τρέξουν να κρυφτούν



Πέτυχε το γεγονός την ώρα που ετοιμαζόταν να στρώσει το κρεβάτι


Η αγάπη στα δάση της βροχής γέννησε την κόρη της ύπαρξης


Αγάπησε έναν θεό λάσπης με τέσσερα πρόσωπα της ευαισθησίας του πρωτοπόρου της χαράς και του φόβου


Ο ένας στεκόταν και της κράταγε απαλά το χέρι


Ο άλλος έστεκε επιμένοντας να της δείχνει τον δρόμο


Ο επόμενος χοροπήδαγε πάνω στους λόφους


Και ο τελευταίος περίμενε την ώρα που θα την συνάνταγε στο κρεβάτι


Έτσι έγινε η χειμερινή γυναίκα που πέταγε πέτρες στο ποτάμι


Έβαζε και τα παιδιά εκεί και τα έβλεπε να φεύγουν


Η νοσοκόμα το βράδυ της έδινε τα φάρμακα


Ο άντρας της, της αγόραζε κόκκινα παπούτσια


Οι ψαράδες της έδειχναν φρέσκα ψάρια


Και διάβαζε τα νέα κάθε πρωί


Μα δε τα έβρισκε ενδιαφέρων


Το σημάδι που είχε αποκτήσει πια ήταν βαθύ


Και έτσι άρχισε να πίνει


Στεκόταν μπρος σε μια συσκευή και σχημάτιζε αριθμούς


Αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι το όμορφο της ζωής


Το να μην αντέχεις την ασχήμια σου


Την πήρε λοιπόν και πήγαν στους εξοχικούς λόφους


Αυτή δε καλούσε ποτέ φίλους στο σπίτι, μόνο σκύλους


Στο σαλόνι έστεκε πάντα μια κόμπρα


Σώσε μερικά ζώα έλεγε


Τα παιδιά έξω στους δρόμους τρώγανε καραμελοτα


Και περιμένανε την εκπαίδευση να περάσει


Παίζοντας με κροτίδες και βεγγαλικά


Παίζαν ευγενικά παιχνίδια


Έτσι τους έλεγαν, έτσι έκαναν


Η συνήθεια αποφάσισε να ριζώσει, και έτσι στο λόφο μαζεύτηκαν πολλά σπίτια


Και όταν τέλειωναν τα θεάματα στέκονταν μες τη σιωπή


Και άκουγαν τους θορύβους των μηχανών


Όλα κύλαγαν στον ρυθμό τους


Που και που έκαναν και καμιά πλάκα


Αν Μεγάλωνες σε μια τέτοια γειτονία


Γύρναγες με μια κόμπρα στον ώμο και μια λεοπάρδαλη στο πλάι


Και κάποτε θα ερχόταν ο καιρός


Που από το τζάμι θα έβλεπες να περνά ο εαυτός σου



οι μαύρες σκέψεις από τις σκάλες επηφιμουν


ανεβαίνει γυρεύοντας το απόλυτο


Και οδηγούμαστε


Έτοιμοι


Στον θάνατο της ιδέας


Και όλα γίνονται σκληρά τώρα


Και μεγαλώνουν σαν την περηφάνια


Και χάνονται στο απώτερο


Σαν ναύτες του άπειρου


Λικνίζονται παλεύουν και ενώνονται


Οι λύκοι ουρλιάζουνε


Γεμάτοι ευχαρίστηση