Τετάρτη

Σαραβαλιασμένες μηχανές


Βγήκα στον δρόμο
Οι άνθρωποι
Πέρναν τα λουριά τους και δένονταν
Δεν μπορούσαν να αντέξουν ελεύθεροι
Κάθε φορά που το κατάφερναν
Έκαναν καυγά
Η γύρευαν να βρουν καινούρια λάθη
Για να μειώνουν τον εαυτό τους
Άλλωστε είναι η ώρα για δουλειά
Και η ελευθέρια κοστίζει
Δεν πληρώνει
Άρχισα να πετάω σίδερα
Και εξαρτήματα
Απ την μηχανή που είχα καταντήσει
Μη !!!!
Μου φώναξε το κατασκεύασμα
Αυτός είναι ο σωλήνας του οξυγόνου
Μη !!!!
Πέταγα τις λαμαρίνες
Γύρω μου πέρναγαν
Πλήρως εξοπλισμένες γέννες
Μερικοί μου ζήτησαν εξαρτήματα
Χαμογέλασα
Σαραβαλιασμένες μηχανές
έστεκαν στο περιθώριο
Καμώνοντας ατμούς
Η μέρα βρέχει ξεσπά γελάει βρίζει μα...
Ποιος δίνει σημασία;
Χάδεψα με το πόδι την γη
Και κοίταξα πάνω
Η βροχή μου έπλυνε το πρόσωπο
Παρθένα γνώση
Πουτάνα ζωή
Κι στο ενδιάμεσο
Να κλαιμε
Γιατί είμαστε η λάσπη
Που έπεσε απ τ άπειρο