Τετάρτη

Ο Βαλτάρ και ο ιππότης που, που και που πετούσε στο χολ .




Εκείνη ήταν προβληματισμένη καιρό με αυτόν .
Είχε έρθει στο σημείο που ο κόσμος της είχε γίνει επίπεδος , και δεν μπορούσε να πετάξει .
Αισθανόταν σαν ταψί , σαν ταψί …
Τον αγαπούσε βεβαία , αλλά δεν μπορούσε πια να τον βλέπει άλλο .
Όλα ήταν εδω και καιρό ίδια ,έμοιαζε πια η εικόνα του σαν τον άντρα που σηκώνετε το πρωί ,φορώντας ένα κόκκινο παντελόνι ,πιασμένο με τιράντες πάνω στο γυμνό κορμί του ,και την κοιλιά να προεξέχει.

Τον κοιτούσε αναμαλλιασμένο από το πρωινό ξύπνημα, με ένα φλιτζάνι στο χέρι να βάζει καφέ από την καφετιέρα .
Κάθε πρωί η ίδια εικόνα ,τόσο ,που κάποια στιγμή, άρχισε να πιστεύει ότι αυτός δεν έφυγε ποτέ από εκεί ...


Ότι οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν ,μα αυτός ήταν πάντα εκεί αφημένος.
Στο ίδιο ξημέρωμα ...
Όχι , ήταν φανερό .
Ζούσαν σε διαφορετικούς κόσμους .
Τον κοίταξε που σηκώθηκε νωχελικά ,από το κρεβάτι τους, φόρεσε το κόκκινο παντελόνι και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα .
Για καφέ σκέφτηκε… Για καφέ…
Σηκώθηκε από το κρεβάτι , φόρεσε τις παντοφλιτσες της , την ρόμπα της , και κατευθύνθηκε αποφασιμένη προς την κουζίνα .
Την φόρεσε καλά πάνω της και την έδεσε καθώς πέρναγε ανεμίζοντας στο
χολ ...
Πραγματικά αν δεν άλλαζε κάτι δραματικά στο χρόνο που θα περνούσε το χολ , θα του έλεγε να τελειώσουν.


Και τι να άλλαζε ;

Σκέφτηκε και βημάτισε .

Αυτός, είχε ζεστάνει τον καφέ του και ρούφηξε την πρώτη τζούρα .

Εισέπνευσε τη μυρωδιά του και το άφησε να κυλίσει μέσα του, να σταθεί, να γαληνέψει, και να ανέβει στο κέντρο του μυαλού του .

Αυτό, δηλώνοντας την ιδιότητα του τον ξύπνησε .
Γιατί, όταν σου συστήνονται πραγματικά, συστήνεσαι και εσύ .
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του στο χώρο , και ένιωσε την παρουσία
της .

Κάτι τον ανησύχησε .

Και τότε στον κόσμο της αντίδρασης γεννήθηκε
Ο βαλτάρ το παρδαλό άλογο
Ο βαλτάρ ειχε μια ιδιετεροτιτα . Αν και έξυπνο άλογο και εκπαιδευμένο λειτουργούσε κάπως αλόγιστα
Έτρεχε μανιασμένα αλλά όταν συναντούσε
κόκκινο λουλουδάκι ,
σταματούσε ακαριαία , πετώντας τον αναβατή μακριά
Σταματαγε , το μύριζε , χλιμίντριζε και σηκωνόταν στα δυο πόδια για ώρα ρουθουνίζοντας
Μονό όταν τα ξανακούμπαγε στην γη αντιλαμβανόταν που και τι ήταν
Έπειτα κοιταγε τον αναβατή και έφευγε λίγο ντροπιασμένο και ανυπότακτο μακριά

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ενστικτωδώς προς το χολ , η μορφή της δεν είχε φάνει ακόμα , αλλά αυτός ένιωσε την παρουσία της , κάτι μέσα του ταρακουνήθηκε .
Ίσως από τον αναβατή του βαλτάρ που έπεσε στο έδαφος ,και την ένιωσε , ένιωσε την απόλεια της και άρχισε να κατευθύνεται προς το
χολ
Ήθελε να μοιραστεί μαζί της αυτό το ξαφνικό θαύμα που ένιωθε με τον πιο όμορφο τρόπο .


Και τότε στον τόπο της αντίδρασης εμφανίστηκε ο ιππότης του , που και που πετάει .
Έπρεπε να πάει στον τόπο των χαμένων αισθήσεων και να ελευθερώσει τον βασιλιά πριν δύσει το χολ
Βλέπεις , στον τόπο τον χαμένων αισθήσεων ο βασιλιάς κράταγε το κλειδί της ελευθερίας ,αλλά έπρεπε να φτάσει στο περάς του ορίζοντα για να ξεκλειδώσει , και από την άλλη , στον τόπο των αισθήσεων, ο βασιλιάς δενόταν πάντα με τα καλά και συμφέροντα .
Και έτσι , αν και κρατούσε το κλειδί στα χέρια, δεν μπορούσε να βγει έξω από το δωμάτιο του , γιατί, τα καλά και συμφέροντα, τον είχαν δεμένο από το πόδι, με ένα σχοινί με τον θρόνο, και του άφηναν περιθώριο μονό ένα μετρό .
Έτσι μπορούσε να κοιτάει μονό από το ανοιχτό παράθυρο τον ορίζοντα..
Ο ιππότης που, που και που πετάει κοίταξε το μέρος που ήταν , και είδε τον βαλτάρ που χλιμίντριζε πάνω από ένα
κόκκινο λουλούδι
Βαλτάρ! του είπε και έτρεξε προς το μέρος του
Την ώρα που ακούμπαγε τα πόδια του στη γη, έφτασε κοντά του και τον χάιδεψε στον λαιμό του ,έπειτα , καθώς ο ήλιος καθρέφτιζε στην γωνιά του παραθύρου ,και έστελνε τις στιγμιαίες λάμψεις του φωτός στο χολ , ο ιππότης που ,που και που πετάει, πήδηξε στην πλάτη του βαλτάρ και κρατώντας την χαίτη του φάνηκε σαν κατι να αστράφτει .

Πάμε βαλτάρ ! πρέπει να ελευθερώσουμε τον βασιλιά είπε .
Και το παρδαλό άλογο άρχισε να καλπάζει ...
Έτρεχε μανιασμένα για το οπουδήποτε .
Καθώς αυτός κινούταν προς το μέρος της, ο ιππότης που , που και που πετάει κοίταξε τον ήλιο που κορυφωνόταν στην άκρη του παραθύρου.

Δεν είχαν πολύ χρόνο. Κάλπαζαν στο βουνό της ανεμελιάς ,και απέναντι βρισκόταν το βασίλειο των αισθήσεων , αλλά για να φτάσουν έπρεπε να περάσουν την θάλασσα της απόγνωσης ,που βρισκόταν ανάμεσα σε αυτόν και εκείνη ,και αυτό δεν το είχε καταφέρει κανείς ως τώρα ...Μα, δεν είχαν άλλη επιλογή, έπρεπε να δοκιμάσουν .

Τρέχανε μπρος τον γκρεμό, όταν ο ιππότης είπε καθώς έφερνε το δόρυ του σε θέση μάχης ...
Γερά βαλτάρ ! ένα μεγάλο άλμα είναι ! το πιο δυνατό !
Κάλπαζαν προς το χείλος του γκρεμού ...
Ο βαλτάρ έβαλε όλη του την δύναμη .
Δεν ήξερε για που , δεν ήξερε γιατί , μα τα είχε δώσει όλα ...
Οι εικόνες, πέρναγαν φθείροντας την υλη τους μπροστά στα μάτια του ,και τότε την τελευταία στιγμή στο χείλος του γκρεμού αντιλήφθηκε κάτι
κόκκινο.
Όσο χεριάζετε ,ο αετός γιανά αντιληφτεί το θήραμα του , τόσο χρειάστηκε ο βαλτάρ, να συνειδητοποιήσει την εικόνα μέσα στην έξαψη του .
Είδε !
Ένα
κόκκινο λουλούδι
Σαν αστραπή, φρέναρε ρίχνοντας το σώμα του μπροστά, και σηκώνοντας τα πισινά του πόδια εκτοξεύοντας τον ιππότη που, που και που πετάει πάνω από την θάλασσα της απόγνωσης ...
Ένας
γλάρος που πετούσε στάθηκε παραξενεμένος καθώς έβλεπε τον ιππότη να πετάει προς την χώρα των αισθήσεων .
Ενώ τα μάτια αυτού συνάντησαν τα δικά της ,που είχε φτάσει στην μέση του χολ κλείνοντας την μισάνοιχτη ρόμπα της ...
Κοντοσταθήκαν και έπεσαν βλέμμα με βλέμμα ...
Ήταν η ακριβής στιγμή ,που ο ιππότης που πέταγε έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο κρατώντας παρατεταμένο το δόρυ του στο κάστρο του βασιλιά .
Καθώς το δόρυ του ιππότη κάρφωσε το σχοινί που έδενε τον βασιλιά κόβοντας το
Και με το πρώτο βήμα που έκανε ο βασιλιάς
...Την αγκάλιασε
Την σήκωσε στα χέρια του ,και καθώς ο βασιλιάς έβγαινε από το δωμάτιο ,αυτός έμπαινε στο υπνοδωμάτιο λέγοντας της γλυκόλογα .

Και την ώρα που την άφηνε απαλά στο κρεβάτι ανοίγοντας την ρόμπα της, ο βασιλιάς ξεκλείδωνε με το κλειδί της ελευθερίας, τις κλειδωμένες αισθήσεις στο τέλος του ορίζοντα .
Ο βαλτάρ ,κοίταξε την θάλασσα της απόγνωσης να εξαφανίζεται ,και το βουνό της ανεμελιάς να ενώνεται με την χώρα την αισθήσεων ,και πέρασε στο παλάτι
Στάθηκε διπλά στον ιππότη που ,που και που πετάει και τον έσπρωξε με την μουσούδα του στον ώμο .
Αυτός έχοντας σηκωθεί ,το χάιδεψε απαλά στο πρόσωπο και κοίταξε τον βασιλιά ...
Τους χαμογέλασε, και τους έδειξε τον ορίζοντα .
Είμαστε ελεύθεροι είπε .
Θα πρέπει να ήταν η ώρα που τα κορμιά φλόγιζαν ,όταν ο ιππότης και ο βαλτάρ βγήκαν από το παλάτι και χαθήκαν από το μονοπάτι στο
ροδοκόκκινο
χρώμα του ουρανού.

Κάποιοι είπαν πως τράβηξαν για άλλες περιπέτειες .

Άλλοι, ότι ζούσαν στον λόφο με τα κόκκινα λουλούδια ευτυχισμένοι .

Και κάποιοι ακόμα , λένε, ότι καμία φόρα, άμα βρεθείς στο χολ και σιωπήσεις τα απογεύματα, μπορείς να ακούσεις τα χλιμιντρίσματα του βαλτάρ και τα τραγούδια του ιππότη…