Κυριακή

Το τέρας .



Στο πύργο της ευγένειας , το τέρας άνοιξε την πόρτα και υποδέχτηκε τον επισκέπτη .
Φόραγε ένα ριγέ πράσινο σακάκι, και στο αριστερό του χέρι -που είχε λυγισμένο- έξεχε μια τεράστια μανσέτα , που άνοιγε παραλληλόγραμμα, και γυρισμένη όπως ήταν κάλυπτε το χέρι του ως τον αγκώνα.
Επικράτησε ένα διάστημα σιωπής -ώσπου να επιστρέψει η ζωή του επισκέπτη στο σώμα- και αφού σταμάτησε η ταραχή του το τέρας του είπε .
-Περάστε !
Ο επισκέπτης, πέρασε μέσα , άφησε τις βαλίτσες του στο πάτωμα, και κοίταξε το χώρο.
Από δυο αδαμάντινα σιντριβάνια σε σχήμα κρίνων κυλούσε ο χαρακτήρας του κόσμου και ακουμπώντας τον ουρανό έφτιαχναν το πάτωμα του πύργου .
Ενώ ένας αναρριχώμενος κισσός ευθεία μπροστά ,έφτιαχνε στην κορυφή του το φως του κόσμου, και με κάποια απαλά κλωνάρια του ζωγράφιζε το περίγραμμα του πύργου.
Το τέρας πήρε τις βαλίτσες , και την καμπαρτίνα του επισκέπτη, και ρωτώντας ευγενικά αν θέλει να το ακολουθήσει ,κατευθύνθηκε προς την συννεφένια σκάλα, άνοιξε την ροζ πόρτα ,και πέρασε μέσα .
Ο επισκέπτης ξαφνιασμένος για άλλη μια, κοντοστάθηκε , και έπειτα ακολούθησε το τέρας.
Ανέβηκε στην σκάλα - ούτε που το φανταζόταν ότι μπορούσε να είναι τόσο ανάλαφρος - και βγήκε σε ένα συννεφένιο μπαλκόνι , που ο κισσός έγραφε το περίγραμμα του και έφτιαχνε με τα κλαδιά του το περίβλημα του μπαλκονιού .
Το τέρας στέκοταν πάνω από ένα διάφανο τραπέζι που έμοιαζε να ορίζετε με μικρές ψιχαλιστές στάλες , και σέρβιρε σε δυο πορφυρές κούπες ένα αχνιστό ρόφημα, ενώ γύρω αναδυόταν μια ευχάριστη μυρωδιά .
Ο επισκέπτης κάθισε στο τραπέζι και πήρε την μια κούπα στο χέρι του , ενώ από τα σύννεφα διάφορα πουλιά αφήναν το ανέμελο κελαΐδισμα τους στο χώρο .
Το τέρας τον κοίταξε με επιείκεια, και υστέρα έφυγε από τον χώρο .
Ο επισκέπτης ήταν χαρούμενος .
Αισθανόταν ανάλαφρος , και σε λίγο θα γνώριζε την ευγένεια.
Ένα πλατύ χαμόγελο ανέβηκε στα χείλια του , και αφέθηκε στην εφορεία του αχνιστού ροφήματος , και στα κελαϊδίσματα των πουλιών .
Αφέθηκε τόσο που τα πάντα γύρω κυριάρχησαν πάνω του.
Πλυμμήρισε, και μαγεύτηκε από αυτά
Και έμεινε εκεί , και όσο έμενε, τόσο γέμιζε ...
Και γέμιζε , και γέμιζε , ως εκεί, που δεν βάσταγε άλλο .
Και ένιωσε μια μικρή σκόνη να κατακάθεται πάνω του ...
Έπιασε το ρόφημα και είχε παγώσει, ενώ μικρά σκουλήκια γυρνούσαν μέσα στην κούπα του , και στην άλλη κούπα την είχανε πλημμυρίσει .
Πρέπει να είχε περάσει πολύς χρόνος .
Σηκώθηκε τρομαγμένος , και άρχισε να τινάζει την σκόνη από πάνω του .
Από το τίναγμα του τα πουλιά σταμάτησαν το κελαΐδισμα και πετάξαν μακριά.
Κοίταξε πέρα στον ορίζοντα, και ήταν τελείως μόνος .
Γύρισε και κοίταξε προς την σκάλα , όσος χρόνος και να είχε περάσει η ευγένεια δεν είχε έρθει να τον συναντήσει .
Αυτόν! Που είχε κάνει τόσο δρόμο για να φτάσει ως εκεί.
Άρχισε να τρέχει φρενιασμένα μπρος τα σκαλιά και να τινάζει την σκόνη από πάνω του.
Κατέβηκε τα συννεφένια σκαλοπάτια, και έφτασε τρέχοντας στο αδαμάντινο πάτωμα.
Άρπαξε γλιστρώντας την καμπαρντίνα του που στεκότανε στην άκρη ενός φεγγαριού , και ούτε που κοίταξε για τις βαλίτσες του.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω .
Περπάτησε πάνω στο φεγγαρόφως και γύρισε στην γη .
Μπήκε στο σπίτι του .
Και έτρεξε τρομαγμένος στο δωμάτιο του .
Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού του , και άρχισε να κουνάει το σώμα του ρυθμικά μπρος πίσω.
Αισθανόταν ντροπιασμένος , η ευγένεια δεν ήρθε να τον συναντήσει
Από τότε , ο επισκέπτης δεν ξαναμίλησε για αυτό.
Δεν πίστευε πια στην ευγένεια .
Ή μάλλον , πίστευε πως η ευγένεια είναι ένα τέρας …