Δευτέρα

Λάθος κόσμος



Ξύπνησα το πρωί και κατάλαβα πως ήμουν στον λάθος κόσμο.

Πήγα να πατήσω το πλακάκι και μου είπε ...


Λάθος πλακάκι!


Έβαλα λίγη ένταση και λίγο άγχος σε δυο σακουλές

Και βγήκα να τις πετάξω στα σκουπίδια

Ο γείτονας με πλησίασε δυστροπώντας

-Μη ! Εδώ βάζουμε την βλακεία , εντάσεις και άγχη τα πηγαίνουμε στην πόλη

-Μα και τι να κάνω; να κουβαλάω την ένταση μου και το άγχος μου μέσα στην πόλη;

-Ε τι να γίνει ,αποτελέσματα του συστήματος, όλοι αυτό κάνουμε

-Κάτι έχω καταλάβει...

Έτσι καβάλησα το τίποτα πάτησα γκάζι στην ανυπαρξία και βρέθηκα στα ντουβάρια αυτού του κόσμου.


Ωραία ντουβάρια , ψηλά !

Οι άνθρωποι στην πόλη παίρνανε χρώμα από τους γκρίζους τοίχους και βαφόντουσαν με αυτό , ήταν άλλη μια απόφαση του συστήματος για να υπάρχει αρμονία .

-Συγγνώμη μήπως ξέρεται που μπορώ να αφήσω δυο σακούλες με λίγο άγχος και λίγη ένταση; Ρώτησα έναν περαστικό

-Παρακρατικός είσαι ; μου απάντησε

-Εντάξει τις έχω παρακρατήσει ώρα τις σακουλές, αλλά δεν το είχα σκεφτεί έτσι...

-Να πας στην εκκλησία παιδάκι μου είπε μια γιαγιά που πέρναγε από κει

- Για ψώνια, για ψώνια μου είπε μια χαμογελαστή κοπελιά

-Να πας να γαμήσεις ρε ένας τύπος βαρύς

-Πιες μια κόκα ρε μια πρέζα, γίνονται όλα, ένας άλλος

Χμμμ... Tα φρικιά είχανε βαρύνει στο χέρι μου και έτσι αποφάσισα να τα δοκιμάσω όλα.

Μπήκα στην εκκλησία άρχισαν να με κοιτάνε περίεργα γιατί δεν αγόρασα κερί δεν φίλησα εικόνες και εντάξει, δεν έχω και την πιο καλή συμπεριφορά έτσι έφυγα από κει.

Πήγα για ψώνια, διάλεξα ένα μπλουζάκι μα στο ταμείο, μου ζητάγανε επίμονα λεφτά και αφού δεν είχα το άφησα και έφυγα.

Μπήκα στο μπουρδελο να γαμήσω , σαν κοινωνική πρόσφορα,μα η τσατσά επέμενε για εικοσαευρο

-Δεν έχω φράγκα καρδιά μου

-Ουστ από δω αλήτη ...

Έτσι έμεινα με τον έμπορο

-Θα μου δώσεις μια φτιάξη;

-Λεφτά έχεις;

-Έχω δυο σακούλες με άγχος και ένταση τις θες;

-Φύγε από δω τώρα !

Έτσι έμεινα μετέωρος...

Κουράστηκα να κρατάω τις σακουλές και τις άφησα στο έδαφος.

Οι σακουλές λύθηκαν, και τα φρικιά άρχισαν να σκανε μούρη στο κόσμο, χοροπιδιξαν στο απέναντι τοίχο και κοιτώντας κατακόρυφα τον δρόμο, και πήδηξαν στον πρώτο περαστικό που περνούσε, να βλέπατε πως αντέδρασε...

Μια κόκκινη γλύκα αναδύθηκε από το πρόσωπο του...
Γλύκα, που κοκκίνισε στα μαγούλα, και στα μάτια του άνοιξε μαγαζί η αγάπη.

Θα ερωτευόταν όπου να ήταν.

Κοίτα να δεις...

Όλη την μέρα έψαχνα που να αφήσω τα φρικιά, και τελικά έπρεπε να τα αφήσω ελεύθερα να βρουν τον δρόμο τους …

Το είπα από την αρχή .

Λάθος κόσμος .