Τρίτη

Bήματα ,σκοτάδια ,ευκαιρίες.



Η κοπελιά άνοιξε τα μάτια της το πρωινό ,και άφησε το ψεύτικο χαμόγελο της στο μαξιλάρι .
Είχε καιρό που τα είχε χαλάσει με την σχέση της .
Και ήθελε συντροφιά .
Ένιωθε την μοναξιά της να χορεύει μέσα της , και αποφάσισε να δράσει .
Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε βοήθεια .
Πρώτα, πήρε ένα φλερτ που δεν ευδοκίμησε, γιατί όχι; Χρειαζόταν συντροφιά .
Μα ...
Από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, ακούστηκε η τηλεφωνήτρια που έλεγε.
-Ο γκόμενος είναι καταλυμένος .
-Σκατά! τόσο υπέροχη ήμουνα .
Έκλεισε το τηλέφωνο με φόρα, και κοίταξε αριστερά προς τα πάνω, φέρνοντας ασυναίσθητα την δεξιά παλάμη της στο αριστερό της στήθος, και ανασηκώνοντας το κάτω χείλος ξεφύσηξε .
Έπειτα σκέφτηκε τον Θανάση .
Ο Θανάσης ...
Ήταν μια ιστορία από τα παλιά , τον είχε τρελάνει τον κακομοίρη ,αλλά αυτό ήταν το ωραίο με αυτόν. Τρελαινότανε με αυτήν .
Σχημάτισε το νούμερο στο καντράν και περίμενε καρτερικά ...
Καλημέρα θα του έλεγε .
Απλά μια καλημέρα .
Άντ’ αυτού ακούστηκε πάλι η τηλεφωνήτρια που της έλεγε ...
-Ο γκόμενος είναι καταλυμένος παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα .
-Μα καλά όλους δικούς της τους θέλει ετούτη;
Είπε καθώς έλυνε το πουκάμισο της αφήνοντας το να πέσει απαλά στο πάτωμα, χαϊδεύοντας συγχρόνως το κορμί της, και διώχνοντας από πάνω της οποιαδήποτε πικρία μπορούσε να σταθεί στο δέρμα της.
Μπήκε στο μπάνιο και άνοιξε την βρύση αφήνοντας έναν αναστεναγμό , αναγκάζοντας τον έρωτα μέσα της να της αφήσει ένα σπόρο.
Έβγαλε το εσώρουχο της μπήκε κάτω από την βρύση και άγγιξε με το δεξί της χέρι τον λαιμό της, το πιγούνι της ,τα χείλια της, και κλείνοντας τα μάτια, με τα ακροδάχτυλα την μύτη της .
Ο Μιχάλης από την άλλη, δεν είχε καιρό για τέτοιες πολυτέλειες .
Είχε περάσει δύσκολους καιρούς, τον απόλυσαν από την δουλεία του πρόσφατα, και την αποζημίωση την έδωσε όλη για να κάνει μια δύσκολη επέμβαση η μητέρα του.
Ήταν η μόνη που του είχε απομείνει στην ζωή, η κοπελιά του τον είχε αφήσει μην μπορώντας την κατάσταση , και έτσι αυτός σε ένα οινομαγειρείο αφού είχε τελειώσει με το φαγητό του, άκουγε καρτερικά να τον τρωνε οι σκέψεις του.
Σύστημα βήματα ,σκοτάδια ...
Αυτός σώπαινε .
Που ήταν αυτός;
Άκουσε το κλικ του μύλου του μυαλού του που όπλισε ,και είδε το φως της έκρηξης απ’ την εκπυρσοκρότηση .
Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και κοίταξε δεξιά πάνω .
Το βλέμμα πέταξε σε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.
Ότι και να γινόταν θα έπινε σήμερα .
Σηκώθηκε αστραπιαία και άρπαξε το μπουκάλι ,έπειτα γύρισε το κορμί του με μιας σκουντώντας το τραπέζι με το σώμα του , και ξεχύθηκε έξω .
Το γκαρσόνι τον αντιλήφθηκε και φώναξε
-Ε! Κλέφτης! Αφεντικό! Κλέφτης!
-Ξωπίσω του βρε Μανόλιο!
Ο Μιχάλης έτρεχε αλαφιασμένος έτρεχε με τον άνεμο ,και τίποτα δεν τον σταματούσε. Η φλέβα του μυαλού του είχε βαρέσει κόκκινο, και τα μάτια του άνοιγαν περάσματα .
Έστριβε μες τα στενά , και προσπερνούσε οποιοδήποτε εμπόδιο μπορούσε να του βρεθεί.
Συντροφιές , χαμόγελα, ευκαιρίες.
Στο κατόπι του ο σερβιτόρος και το αφεντικό.
Στο κατόπι του η ανασφάλεια, η ανεργία ,το σύστημα.
Απόψε, θα τους περνούσε όλους.
Έστριψε στο πρώτο στενό ,και πήδηξε στο πρώτο μπαλκόνι που βρήκε .
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα ,πέρασε ένα υπνοδωμάτιο ,και βγαίνοντας άνοιξε την πρώτη πόρτα που βρήκε .
Η κοπέλα στο μπάνιο στεκόταν γυμνή και βρεγμένη κάτω από το ντους, δείχνοντας του το ροδαλό κορμί της από τον ήχο της πόρτας άνοιξε τα μάτια της .
Απέναντι της στεκόταν ένας ψηλός μελαχρινός νέος, ιδρωμένος φορώντας ένα μαύρο ριγωτό που του χε βγει λίγο από το παντελόνι, πουκάμισο. Ανάσαινε βαθιά ,και στο χέρι κρατούσε ένα κόκκινο μπουκάλι κρασί .
Σήκωσαν και οι δυο το βλέμμα τους και συναντήθηκαν . Όρμησε μες την μπανιέρα, και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Αυτή έκανε να του αντισταθεί, μα αυτός της χάιδεψε απαλά την πλάτη, περνώντας την γλώσσα του στο στόμα της. Την συνεπήρε, άρχισε να την φιλάει παντού να την χαϊδεύει, να την αγγίζει ,και αυτή να τον ερωτεύεται. Μπήκε μέσα της, και άρχισαν να κάνουν έρωτα κάτω από το μπάνιο. Κορμί με κορμί ,σώμα με σώμα. Την τράβηξε από το μπάνιο, και την πήγε στο κρεβάτι. Ρουφούσε αυτός, ρουφούσε αυτή, έπαυε αυτός ,έπαυε αυτή .
Έπειτα ,έμειναν ώρα να κοιτιόνται και τίποτα άλλο δεν υπήρχε.
Έγειρε το κορμί του στο πλάι κρατώντας την κοπέλα αγκαλιά, και φύσηξε στο χώρο.
Την ίδια ώρα, η κοπέλα ένοιωσε από μέσα της ότι πιο γλυκό να αναρριχείται, και το μέτωπο της να ανθίζει..
Το λουλούδι του ερωτά είχε ανθίσει .
-Παμε ρε Μανόλιο, τον χάσαμε .
Ακούστηκε από το ανοιχτό παράθυρο .
Η κοπέλα τον κοίταξε ντροπαλά κοκκινίζοντας, και αυτός έγειρε το κεφάλι του και την κοίταξε χαμογελώντας απαλά .
Άνοιξε το μπουκάλι με το κρασί και της ξανά έκανε έρωτα.



Έτσι και αλλιώς, για αυτό είναι ο έρωτας ,





για να μπορείς να ξεφεύγεις.