Δευτέρα

Το κορίτσι άνεμος


Πάνω στα βουνά του όρους Εράντελ από τον έρωτα των αστεριών , από την βροχή και τις μέλισσες , κάτω από το απαλό θρόισμα του αέρα γεννήθηκε το κορίτσι άνεμος.
Ετούτη είναι η ιστορία του , που ο άνθρωπος γνωρίζει και έπειτα ξεχνάει
.

Φύσαγε από ψηλά στην πολιτεία των Μάγκθουδ , η κατέβαινε θροΐζοντας απαλά τα σοκάκια της και άλλοτε ανακατεύοντας τα φρούτα στην αγορά των ανθρώπων η τα μαλλιά τους , τους πείραζε κάνοντας τους ανθρώπους να χαμογελάν με τα πειράγματα της και άλλοτε στα λιβάδια της κοιλάδας του Νορθέθ χάραζε μονοπάτια δείχνοντας το δρόμο στους περαστικούς του κόσμου αφήνοντας την πορεία της στα σχήματα των δέντρων δείχνοντας από πού πέρασε , και τι.
Πόσο την αγαπούσαν οι άνθρωποι στην πόλη των Μάγκθουδ !
Έλαμπαν στο χαμόγελο τους και κοκκίνιζαν στα μάγουλα– γιατί το χρώμα δείχνει την φόρμα - από ευτυχία όταν αναφέρονταν σε αυτή .
Και αυτή στην χαρά της στροβίλιζε στα φύλλα στα σοκάκια σηκώνοντας τα ψηλά δείχνοντας στους ανθρώπους πως ο άνεμος υπάρχει μέσα τους .
Τότε την ερωτεύτηκε ο Μάλκοθ ο ξυλουργός, και πέρασαν χαρμόσυνους καιρούς ,μα μια μέρα φτερνίστηκε και ήξερε πως έπρεπε να φύγει.

Τότε σήκωσε μια αντάρα ψηλά και οι βροχές έτρεξαν να την συναντήσουν και να απαλύνουν τον πόνο της .
Τρεις μέρες έβρεχε και αυτή έτρεχε μανιασμένη μέσα στην πόλη κρυώνοντας παρά πολλούς έτσι αυτοι αναγκάστηκαν να βήξουν, και ακούγοντας το αυτό το κορίτσι άνεμος σηκώθηκε ψηλά κατακόρυφα και λυπημένο, στάθηκε για λίγο στον ουρανό, και έπειτα τράβηξε για το το δάσος των μυστηρίων .
Εκεί την είδα για πρώτη φορά να μιλάει με ένα ρυάκι κάτω από το απαλό φως του ήλιου ενώ η χλόη έλεγε το τραγούδι της και πάνω στο δέντρο τα πουλιά άρχισαν να κελαηδάνε .

Περνούσαμε καιρό μαζί , μα μια μέρα έβηξα και ξέραμε και οι δυο πως έπρεπε να φύγουμε από κει .
Μου έδωσε την αγάπη της εκείνη την μέρα και έπειτα τραβήξαμε τον δρόμο μας .
Έμαθα την συνέχεια της ιστορίας της χρόνια μετά γύρισε στην πόλη των Μάγκθουδ και ερωτεύτηκε τον Έδερ τον σιδερά , θεωρούσε επειδή ο Έδερ έπαιζε με την φωτιά ότι αυτό θα τον ζέσταινε και δεν θα κρύωνε ποτέ αλλά μια μέρα κάνοντας τα τερτίπια της στον χώρο που δούλευε κόντεψε να τον κάψει ζωντανό.
Από τότε έφυγε από την πόλη και δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς .
Μονό ένας ναυτικός λέει ότι τελικά την αγάπησε η θάλασσα, και πως την είχε συναντήσει μια φορά κοντά στις ακτές στα νησιά του Νολθούμπ όταν έκανε την βάρδια του στην πλώρη. Ηταν χαρούμενη και ευτυχισμένη όπως παλιά και χόρευε στο κατάστρωμα .
Και πως από τότε μέσα στους αιώνες θα την έχουν γνωρίσει πολλοί άνθρωποι.
Και πως και αυτός, θα έμενε και άλλο μαζί της, αν δεν ήταν αυτός ο αναθεματισμένος τσιγαρόβηχας .
Του μίλησα για ένα βότανο στο βουνό του Πάνμουρ .
Και είπε πως θα πάει .