Ή...
…Μια προσπάθεια να μπουν τα πράγματα στη θέση τους…
Άμα αρχίσεις και ψαχουλεύεσαι, υπάρχει ένα μέρος.
Ένα φιλήσυχο μέρος και ειρηνικό, όπου βρίσκεται το χωριό των δράκων.
Οι Δράκοι είναι ειρηνικά πλάσματα που ζούν σε μια εύφορη κοιλάδα, χρησιμοποιώντας τις φλόγες τους.
(Ποτίζουν τα χωράφια τους κι έπειτα, ξερνάνε φλόγες πάνω από τους καρπούς
ωριμάζοντάς τους έτσι πιο γρήγορα. Κι έτσι, η κοιλάδα τους είναι η πιο εύφορη
Και η πιο ξακουστή!)
Επειδή όμως όλα σ’ αυτή τη ζωή τα έχουμε ακούσει και όλα τα έχουμε δει
Κι επειδή ψαχουλευόμαστε πιο πολύ ακόμα, όταν βαριόμαστε, ανακαλύπτουμε
Και πιο «βαριούς» κόσμους.
Οι οποίοι δικοί μας είναι, ανθρώπινοι, και ξέροντας για τη γέφυρα του Θώρ Ντίκ,
(ξακουστή γέφυρα, θα σου πώ παραπέρα), αλλά κι επειδή άνθρωποι ήμαστε, ξεχνιόμαστε κιόλας, κάποιοι από τους «βαριούς» κόσμους, μαθαίνουν για την ύπαρξη
Των κόσμων των Δράκων και πού και πού, κάποιοι παράτολμοι μέσα απ’ τη μιζέρια που ζούν και θέλοντας ν’ αρπάξουν την ευφορία των Δράκων, εισβάλουν περνώντας
τη γέφυρα του Θώρ Ντίκ,( συνήθως πριγκίπισσες) λεηλατούν κι αρπάζουν Δράκους!
Και μια τέτοια περίπτωση είναι η παρακάτω ιστορία…
Στον Κόσμο των Κόκκινων Δράκων, η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οι Δράκοι είχαν αρχίσει από νωρίς να πετούν και να ζεσταίνουν τους καρπούς τους στα χωράφια.
Όλα κυλούσαν ήρεμα σαν το νερό στο ποτάμι, αλλά τότε, από την γέφυρα ξεπρόβαλλε η κοντόχοντρη, τριχωτή, κακάσχημη πριγκίπισσα με την τεράστια κρεατοελιά στη μύτη,( στον τόπο της ήταν το απόλυτο φετίχ και το ύψιστο σύμβολο της ομορφιάς).
Κρύφτηκε μες τους αγρούς και περίμενε να βραδιάσει. Αφού η νύχτα έπεσε, άνοιξε τον σάκο της και άφησε να βγεί ένα γλυκανάλατο ζώο, που είχε μαζέψει πρίν περάσει τη γέφυρα.
Αυτό άρχισε να σκούζει...λινμφ…σλινμφ..
Καθώς το μισό φεγγάρι ξεπρόβαλλε, ένας μικρός δράκος άκουσε τους λυγμούς του...
Άρχισε να πηγαίνει προς τα κει.
Ινμφ…λινμφ...
Σκουτι…σκουρτι…
Το άκουγε τώρα καθαρά.Το πλησίαζε, το ήξερε…
Και τότε!.. Με μιάς, η κακάσχημη πριγκίπισσα(σύμβολο ομορφιάς στον κόσμο της)
Τον τύλιξε με τον σάκο της και πέρασε γρήγορα απο τη γέφυρα του Θωρ Ντικ, στο βασίλειό της.
Τα ουρλιαχτά του μικρού δράκου καθώς χάνονταν, ακούστηκαν σε όλο το χωριό,
και αμέσως οι Δράκοι αντιλήφθηκαν, τι είχε συμβεί!
Αφού ανακάλυψαν, ποιος ήταν ο μικρός δράκος που απήχθηκε, ενημέρωσαν τον πατέρα του, που στεκόταν στην αυλή , ξερνόντας φωτιές κι ασθμαίνοντας με μια
ανάγκη ασφυκτικής απογοήτευσης και ολοκληρωτικής απόγνωσης.
Σκεφτικοί όλοι οι υπόλοιποι Δράκοι, κοιτούσαν χάμω, βγάζοντας καπνούς ρουθουνίζοντας, ώσπου ήρθε το ξημέρωμα.
Τότε ένας νεαρός, δυνατός Δράκος είπε: «Θα πάω να τον σώσω!»
Ο ήλιος ανέβαινε και κοιτούσε το αναμούχλευμα των Δράκων, που προσπαθούσαν να τον πείσουν, να μην πάει σε εκείνη την επικίνδυνη γή, ενώ εκείνος διέσχιζε τη γέφυρα του Θώρ Ντικ!
Κι ενόσω εσύ έδινες θετικά πρόσημα στην αφαιρετική αφηρημάδα σου, ο Δράκος
Πέταγε πάνω από τη γέφυρα , ώσπου, χάθηκε…
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΩΡ ΝΤΙΚ.
Η ιστορία λέει, ότι στα πολύ παλιά χρόνια, ξέσπασε ένας ανελέητος και μεγάλος πόλεμος.
Κι όπως σε κάθε πόλεμο, η καταστροφή είναι αλόγιστη και μαζί της, καταστρέφονται ψυχές, που σιγά σιγά, αποκόβονται από τα συναισθήματα.
Έτσι, οι άνθρωποι μαθαίνουν να καταρρέουν, μαζί με τα πάντα γύρω τους.
Όμως από τους επιζήσαντες ξανά, δημιουργείται, ο πολιτισμός.
Και σε κεινη την ολοκληρωτική καταστροφή του κόσμου, ένας από τους επιζήσαντες,
ήταν κι ο Θώρ Ντικ.
Μικρό παιδί τότε, έπιασε δουλειά σε ένα βυρσοδεψείο.
Πέρναν τα δέρματα από τις σάρκες και φτιάχναν ρούχα και παπλώματα, ενώ από τα κόκκαλα, σούπες πολύ διαδεδομένες την εποχή εκείνη.
Έπειτα από δέκα χρόνια εργασίας, γνώρισε την ανηψιά του αφεντικού, κάπου στα δεκαέξι αυτή, δεκατέσσερα αυτός, την πόθησε…
Τα συναισθήματα όμως είχαν χαθεί από τις ζωές των ανθρώπων και το κορίτσι τον εκμεταλλέυτηκε για χρόνια.
Δεν το έκανε από κακό, απλά τότε δεν υπήρχαν τα συναισθήματα.
Μετά από χρόνια προσμονής, ο Θώρ Ντικ, στεκόμενος στην άκρη της γοητείας,
άρχισε να στοχάζετε.
Ένιωθε από ένστικτο κάτι ανώτερο γι αυτή, αλλά κανείς πια δεν το γνώριζε ή κανείς δε μίλαγε γι αυτό.
Έτσι αποφάσισε να κοιτάξει μέσα του…Εσωστρεφής όπως ήταν, δεν άργησε
Να βρεί την μαύρη χαράδρα…
Ένιωσε τη σκοτεινιά να ορμάει στο μυαλό του και την ώρα που μουμουρουσε
Το Είναι του, ένα φύλλο έπεσε στον ώμο του…
Το απαλό άγγιγμα του φύλλου σπινθίρισε το Είναι, που τον τράβηξε απ’ τη σκοτεινιά του και αφού ήθελε να περάσει από κει, χρησιμοποίησε το φώς αυτό και σκέφτηκε:
«Υπάρχει Φώς πέρα απ’ αυτό το Σκοτάδι. Αν μπορεί να υπάρξει ένας Σπινθήρας, μέσα σ’ αυτή τη Σκοτεινιά, τότε μια Φωτιά μπορεί να κάψει αυτό το Σκοτάδι.
Υπάρχει Φώς, μετά απ’ αυτό το Σκοτάδι. Θα το περάσω φτιάχνοντας μια Γέφυρα…»
Άρχισε να παίρνει τα πέτρινα μέρη του εαυτού του και να χτίζει μια γέφυρα.
Χρόνια και χρόνια την έχτιζε και το κορίτσι τον κορόιδευε. Μα μέσα στα γεράματά του, ενώ δούλευε την γέφυρα, ξαφνικά έφτασε σε μια βαριά πόρτα.
Την απασφάλισε, την άνοιξε και τότε ξεχύθηκε μέσα του, όλο το Φώς των Αιώνων!
τα πάντα φωτίστηκαν γύρω του κι αυτός έτρεξε να βρεί το κορίτσι, να της δείξει
επιτέλους πώς ένιωθε για εκείνη. Την πήρε απ’ το χέρι και την ανέβασε στη γέφυρα.
Αλλά σε κάθε βήμα της ένιωθε σα να τον ποδοπατούσε!
Ωστόσο δεν σταμάτησε. Την πήγε στη Πηγή του Φωτός!
Αποκαμωμένος, έκατσε κάτω και της είπε:
«Αυτό, αυτό νιώθω για σένα.»
Κι έπειτα αγκαλιασμένοι, βαριανάσαιναν αλαφρωμένοι.
Η γυναίκα δεν το άντεξε κι έτρεξε πίσω φωνάζοντας τους ανθρώπους, για να δούν τι της έφτιαξε…
Μα κάθε της βήμα, το ένιωθε σα να τον πατάει.
Κι όταν γύρισε με όλους εκεί για να δούν…
Τον ποδοπάτησαν!
Ωστόσο, αυτή η Γέφυρα υπάρχει και συνδέει τον κόσμο των συναισθημάτων
Με τον ψυχικό, τον πνευματικό, τον φυσικό και τον φανταστικό κόσμο…
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΖΟΥΜΕ.
Ο Δράκος περνούσε από τη γέφυρα του Θώρ Ντικ και χώθηκε μες τον κόσμο της άσχημης πριγκίπισσας.
Περνώντας πάνω από άγρια βράχια και έρημες εκτάσεις, ακολουθούσε τα βήματά της ώσπου είδε το βασίλειό της και το κάστρο όπου φύλαγε τον μικρό δράκο.
Έκατσε και παρατήρησε το κάστρο, μέχρι να βρεί σχέδιο να δράσει.
Όμως η βασίλισσα φυλόυσε ολημερίς και ολονυχτίς τον μικρό δράκο, που τον χρησιμοποιούσε για να ζεσταίνει το παλάτι της, περιπολώντας ολόγυρα, κρατώντας αγκαλιά τη γάτα της!
Έτσι ο Δράκος δεν μπορούσε να ελευθερώσει τον φίλο του, ώσπου μια μέρα έγινε το θαύμα!
Ενόσω η βασιλοπριγκιποπούλα περιπολούσε, εμφανίστηκε κοντά της ένας σκίουρος.
Προσπάθησε να τον πιάσει, σκοντάψε, με αποτέλεσμα να φύγει η γάτα απ’ τα χέρια της και να χαθεί στο δάσος κυνηγώντας τον σκίουρο, που το έσκασε τρομαγμένος...
Η πριγκιποπούλα έβαλε τα κλάματα, κλείστηκε στο κάστρο για μέρες και μετά από καιρό, οι σάλπιγγες ήχησαν!
Όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου μαζευτήκαν στην κεντρική πλατεία και σε λίγο κατέφτασε, η βασιλική φρουρά, οι υπηρέτες, οι μάγειροι και η πριγκίπισσα αποφασισμένη.
Τότε ο ντελάλης λάλησε:
«Η βασίλισσά μας! Η πριγκίπισσά του χαλασμένου κόσμου, αυτό το τέρας ομορφιάς, έκρινε πώς ήρθε η ώρα να παντρευτεί!»
Στην ηχώ αυτών των λέξεων, ο Δράκος ελευθέρωνε τον φυλακισμένο του φίλο, πετώντας παρέα απ’ την αντίθετη μεριά της πλατείας, προς τη γέφυρα του Θώρ Ντικ!
Κανείς δεν πήρε είδηση, μιας και η πριγκίπισσα τους ήθελε όλους παρόντες και ο τελάλης συνέχισε:
«Όποιος βρεί τη χαμένη γάτα της βασίλισσας, θα γίνει ο άντρας της.»
Στο βασίλειο της, η κακάσχημη χοντροκώλα, γεμάτη κυτταρίτιδα, τικ, τρίχες και άλλες τέτοιες χαριτωμενιές πριγκίπισσα, ήταν το μοναδικό θηλυκό και όλοι οι άλλοι καταγοητευμένοι υπήκοοι, ήσαν άνδρες!
Έτσι μετά από μια ιαχή ενθουσιασμένοι ξεχύθηκαν στο δάσος…
Το δάσος ήταν άγριο και αφιλόξενο και τις πρώτες μέρες χαθήκαν χιλιάδες –αποκυήματα – ανθρώπινης φαντασίας.Μερικές εκατοντάδες που επέζησαν, κατάφεραν ν’ ανακαλύψουν τα ίχνη της, μα στην προσπάθειά τους να την πιάσουν, άλλοι πέσαν σε χαράδρες κι άλλους τους κατασπάραξαν τα βουντουρού…( ζώα που ευχαριστιούνται να σε βλέπουν να τρώγεσαι, με τα ρούχα σου).
Ο τελευταίος, την είδε να κάθεται σε μια απότομη άκρη ενός γκρεμού και να γλύφει το μπροστινό της πόδι, γουργουρίζοντας.
Έκανε τη κίνηση να την αρπάξει με αποτέλεσμα η γάτα να βρεθεί πίσω από ένα βραχάκι σύριζα στον γκρεμό κι εκείνος στο κενό.
Η κραυγή του, ανησύχησε την περιέργεια, η οποία ήταν ερημίτης σε μια σπηλιά,αφού κανείς δεν της έδινε πια σημασία, σκουντουφλησε σε μια πέτρα, η οποία κατρακύλησε, χτύπησε σε ένα βράχο, αιωρήθηκε στον αέρα για λίγο και προσγειώθηκε πάνω στην απορημένη γάτα, ρίχνωντας την, στο κενό.
Στην απονενοημένη χώρα της ανυπαρξίας.
Αυτός ο κόσμος χωρίς άντρες έπαψε να υπάρχει σιγά, σιγά και σε μας έμεινε η ιδέα...
Ότι η περιέργεια έφαγε τη γάτα.-